Fiat 500 vs 500e: όταν ο παππούς συναντά τον -ηλεκτρικό- εγγονό !
Βρισκόμαστε στην πρώτη έντονη ανηφόρα της διαδρομής. Στο αριστερό κάθισμα του 500e βρίσκεται ο Πέτρος, δίπλα του εγώ και μπροστά μας η Γεωργία, η κόρη του με το κλασικό 500αράκι. Φαίνεται τόσο μικροσκοπικό, θαρρείς ότι θα χωρούσε ολόκληρο μέσα στο νέο μοντέλο και θα περίσσευε και μια παλάμη από την οροφή. Μα πραγματικά, όσο περισσότερο το χαζεύω, πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει μια χαψιά από τον εγγονό του και δεν αναφέρομαι μόνο στον όγκο του, αλλά και στις επιδόσεις. Ακούω τον κινητήρα του να βογγά και να ωρύεται, προφανώς η Γεωργία θα έχει κατεβάσει 2α και θα έχει σανιδώσει το γκάζι για να βγει το ανηφόρι. Αλίμονο, ο Πέτρος δε χρειάζεται να ασχολείται με λεβιέδες κι αριστερά πεντάλ, ούτε να καταναλώνει φαιά ουσία για να συγχρονίσει τις σαλ. στα κατεβάσματα. Ούτε που τον απασχολεί διόλου να κρατήσει τη φόρα του από την προηγούμενη ευθεία για να βγει αγόγγυστα η ανηφόρα.
«Είναι η πρώτη φορά που οδηγώ ηλεκτρικό αυτοκίνητο κι είναι φανταστικό. Τα κάνει όλα τόσο εύκολα. Άσε που δεν ακούγεται τίποτα». Χμ, όχι ακριβώς και τίποτα, το ξελαρύγγιασμα από το αερόψυκτο μοτεράκι διαπερνά με άνεση κάθε ηχομόνωση και γεμίζει με νοσταλγικούς ήχους του παρελθόντος τη μοντέρνα καμπίνα του 500e. Ανήσυχο οδηγικό πνεύμα ο Πέτρος, στην τελευταία από τις τρεις αλλαγές κινητήρα, επέλεξε να ανέβει λίγο σε κυβικά (650 κ.εκ. παρακαλώ αντί για τα 500 του εργοστασίου) κι ισχύ τοποθετώντας κινητήρα από 126 στο Fiatάκι του κι όταν θα έρθει η σειρά μου στο αριστερό κάθισμα, θα επιβεβαιώσω ότι δεν του λείπει το γκάζι. Μικρό αλλά τσαμπουκαλεμένο, το ξεκινά κυρίως με 2α, αφού η 1η παραείναι πλέον κοντή για το άρπαγμά του, ενώ σε ανοιχτά κομμάτια το κοντέρ θα ξεπεράσει τα 120 χλμ/ώρα. Ευτυχώς η Γεωργία (που το χρησιμοποιεί καθημερινά) δεν το πατάει τόσο. Το 500αράκι είναι το καθημερινό της αυτοκίνητο και κόβει χιλιόμετρα με το κιλό, αλλά βέβαια, πού θα πέσει το μήλο αν όχι κάτω από τη μηλιά; Ο πατέρας της κυκλοφορεί με τον ακόμα γηραιότερο Σκαραβαίο, το καθημερινό του όχημα εδώ και δεκαετίες.
Κάπου εδώ, απολαμβάνοντας την οδήγηση που προσφέρει η ηλεκτροκίνηση σε αστικό περιβάλλον, ο Πέτρος ρωτάει πόσο κοστίζει η μετακίνηση με ένα μικρό EV σαν τούτο εδώ. «Εδώ μέσα, το Beetle είναι περίπου στα 8 με 9 χιλιόμετρα στο λίτρο (έτσι τα κουταλομετρούσαν οι παλιοί, υπολογίστε περί τα 11-12 λίτρα στα 100). Με έχει γονατίσει. Το 500αράκι είναι πιο λιτοδίαιτο αλλά το έχει συνέχεια η κόρη. Θα κοστίζει πολύ η φόρτιση σε αυτό εδώ, ε;» Λογικό το να σκέφτεται έτσι. Αν κρίνει από τη διαφορά που έχει στο γκάζι σε σχέση με τα γεροντάκια, θα φαντάζεται ότι το 500e θέλει μια περιουσία για να κινηθεί. Του εξηγώ ότι σε τέτοιες συνθήκες με ιδανική θερμοκρασία, ο εγγονός αρκείται στις 15 kWh ανά 100 χιλιόμετρα, οπότε ανάλογα με την οικιακή χρέωση που έχει ο καθένας, μπορεί να δίνει από 1.51.8 ως 3.5 ευρώ φορτίζοντας με νυχτερινό ρεύμα. Εμμένω στις ιδανικές συνθήκες, γιατί όταν είχα δοκιμάσει το ηλεκτρικό Fiat με χαμηλές θερμοκρασίες (διαβάστε εδώ την αναλυτική δοκιμή), χωρίς αντλία θερμότητας, η κατανάλωση είχε φτάσει στα ουράνια κι η αυτονομία στα τάρταρα. Με τη θερμοκρασία πέριξ των 20 βαθμών, το σημερινό δοκίμιο είναι ένα άλλο αυτοκίνητο σε θέμα αυτονομίας και του πόσο πιο αργά μειώνεται η ένδειξη της μπαταρίας. Υπόσχεται 317 χιλιόμετρα και δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω. Αλλά να έχετε στο πίσω μέρος του μυαλού σας, ότι με τη θερμοκρασία λίγο πάνω από το 0 και τη θέρμανση της καμπίνας στους 24, θα πρέπει να υπολογίζετε τα μισά.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις οδηγικές του επιλογές, περίμενα κάποιον στριφνό αρνητή της ηλεκτροκίνησης (“απλή βενζίνη στα καρμπιρατέρ μας μέχρι να σβήσει ο Ήλιος”), αλλά τα σχόλια του Πέτρου είναι διθυραμβικά. Απολαμβάνει κάθε χιλιόμετρο με το 500e, γκαζώνει ανά διαστήματα μην μπορώντας να πιστέψει την ευκολία στην καθημερινή μετακίνηση που χαρίζει η ακαριαία παροχή της ροπής κι η απουσία αλλαγών ταχυτήτων. Συνεχώς ρωτάει πόσο κάνει στο 0-100, σα να μην πιστεύει το 9″ που του λέω. Του εξηγώ ότι όντως το νούμερο είναι παραπλανητικό για όποιον το συγκρίνει με την επιτάχυνση σε θερμικά μοντέλα. Η άμεση απόκριση των ηλεκτρικών (το αρχικό μπαμ που λέγαμε παλιά) ξεγελάει κι αντιστοιχεί σε πολύ ταχύτερη κατασκευή αν πρόκειται για κινητήρα εσωτερικής καύσης. Αν βέβαια στηθείς σε ένα φανάρι και χρονομετρήσεις πότε θα πιάσεις τα 100, θα διαπιστώσεις ότι όντως χρειάζεται 9 δευτερόλεπτα.
Επιχειρώ να του ενεργοποιήσω την επιλογή οδήγησης Range. Σε αντίθεση με τη Normal που επιτρέπει το ρολάρισμα, η Range ενσωματώνει την one-pedal οδήγηση και δουλεύει σωστά, φτάνοντας μέχρι την πλήρη ακινητοποίηση. Δηλώνει εντυπωσιασμένος από το πώς επιβραδύνει, το πώς ακινητοποιείται τελείως και το πώς μένει σταματημένο ακόμα και στην ανηφόρα, χωρίς να χρειάζεται ούτε χειροφρένο ούτε να καβαλάς το φρένο. Προτιμά όμως να το επαναφέρω στο Normal, φτάνει ο διακτινισμός 50τόσα χρόνια μπροστά, μην το παρακάνουμε στην πρώτη βόλτα. Ναι, το κλασικό Cinquecento μπορεί να κυκλοφόρησε πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1957 (αντικαταστάτης του 500 Topolino), αλλά του Πέτρου είναι μοντέλο του 1971. Μόλις τέσσερα χρόνια πριν τερματίσει την παραγωγή του, μετά από 3.893.294 αντίτυπα. Κυριάρχησε στις αστικές μετακινήσεις σε όλο τον πλανήτη (κάτι που θέλει να επαναλάβει κι ο διάδοχος), αφού με 2.97 μέτρα χωρούσε τέσσερις ενήλικες στο εσωτερικό του, εφόσον βέβαια δεν έπιναν όλο τους το γάλα μικροί.
Αρχικά είχε ένα κινητήρα 479 κ.εκ., δικύλινδρο κι αερόψυκτο, κι όταν ολοκληρώθηκε η καριέρα του το 1975, το λογότυπο 500 μπήκε στο χρονοντούλαπο. Επανήλθε τη δεκαετία του ’90, όχι ως νούμερο αλλά ολογράφως. Το τετραγωνισμένο Cinquecento έκανε πάταγο στην ελληνική αγορά που ήθελε ένα μικρό, πρακτικό και προσιτό όχημα, αλλά χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι το 2007 για την αναβίωση της δεύτερης γενιάς του 500, η οποία πωλείται ακόμα! Η τρίτη γενιά προσάρτησε ένα μικρό “e” κολλητά στο 500, αλλά κάνει όλη τη διαφορά: βασισμένο σε ηλεκτρική πλέον πλατφόρμα, αισθητά πιο ευρύχωρο στο εσωτερικό, το 500e είναι ένα εξαιρετικό όχημα πόλης, οι πρόγονοι του έχουν μεταλαμπαδεύσει πολλές από τις αρετές τους: είναι πανέμορφο στο μάτι, γεμάτο ευχάριστες πινελιές στην καμπίνα του και χαρισματικό στην οδήγηση. Ευκολοδήγητο και ξεκούραστο, προσεγμένο ως κατασκευή κι απολαυστικό όταν το στρίβεις. Φανταστείτε πόσο λαχταριστό θα είναι το Abarth 500e…
Είπα Abarth 500e και θυμήθηκα τον Miki Biasion, τον Ιταλό θρύλο των rally που πήρε την κόρη του για μια γρήγορη βόλτα με το μικρό EV στην πίστα του Balocoo στην Ιταλία. Με αντίστοιχο ενθουσιασμό μιλάει κι ο Πέτρος στη δική του σχετικά με το 500e. Της το περιγράφει με τα ζοφερότερα σχόλια, οπότε έρχεται η σειρά της να φωλιάσει στο αριστερό κάθισμα. Της είναι όλα πρωτόγνωρα αλλά δεν αργεί να εγκλιματιστεί και να του πάρει τον αέρα. Φτάνουμε στο Καβούρι και βρίσκουμε τρόπο να προσεγγίσουμε την παραλία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, θα προκαλούσαμε ενόχληση και θυμηδία, αλλά όχι σήμερα. Αφενός έχει να κάνει με τον συνολικό όγκο. Μαζί και τα δύο 500αράκια δεν ξεπερνούν τις συνολικές διαστάσεις ενός Dacia Jogger, αλλά δεν είναι αυτή η αιτία: είναι πανέμορφα και γίνονται το επίκεντρο της προσοχής. Οπότε αντί να χαλούν το ηλιοβασίλεμα, κουμπώνουν ιδανικά στη ρομαντζάδα της στιγμής κι οι κάμερες των κινητών παίρνουν φωτιά. Ένα ζευγάρι μάς πλησιάζει κι η κοπέλα ρωτά αν μπορεί να φωτογραφηθεί ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα. Έφτασαν το πρωί στη χώρα μας κι η εβδομάδα των διακοπών τους ξεκινά με τον πιο γλυκό τρόπο. Δε χάνω ευκαιρία για λίγη διαφήμιση.
Τα παλιά μοντέλα πάντα βγάζουν μια νοσταγλία. Ο χρόνος τείνει να εξιδανικεύει το παρελθόν και να αμβλύνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε τότε. Μα και μόνο να σκεφτείς ότι στο παρελθόν ήσουν εξ ορισμού νεότερος, θαρρείς ότι όλα ήταν καλύτερα τότε. Θα περίμενε κανείς ότι όλοι όσοι θαύμασαν το κλασικό 500 αναπολώντας τα περασμένα, θα δυσανασχετούσαν με την παρουσία του καινούριου. Κάθε άλλο, είναι άξιος διάδοχος και τα κάνει όλα καλύτερα από τη γενιά που πέρασε. Όπως θα έπρεπε να συμβαίνει άλλωστε, μετά από 60+ χρόνια εξέλιξης.
Άλλαξε 55 Fiat σε 84 χρόνια ζωής, πάρε και τίποτα άλλο, άνθρωπέ μου!
Το παλιό μοντέλο μοιάζει αφύσικα μαζεμένο και λιλιπούτειο στις σημερινές οδικές συνθήκες, μπορώ να σκεφτώ κάποια SUV από τα οποία θα χωρούσε να περάσει από κάτω. Μετά από λίγο έρχεται η ώρα μου να κλείσω την πόρτα του οδηγού, με τον αριστερό μου αγκώνα να στριμώχνεται από την πόρτα-φλοίδα που μοιάζει με τσιγαρόχαρτο. Παλεύω να στριμώξω το 48άρι παπούτσι μου στο αριστερό πεντάλ, ο θόλος του τροχού το έχει μετατοπίσει έντονα προς το κέντρο, ενώ αυτό του γκαζιού είναι φυτευτό στο πάτωμα. Ο Πέτρος έχει την καλοσύνη να ανοίξει την οροφή, μπας και στριμωχτούν λίγο καλύτερα τα 193 εκατοστά μου αλλά τελικά δε χρειάζεται. Αν καταφέρεις να χωρέσεις, θα διαπιστώσεις ότι η εκκίνηση δεν είναι εύκολη υπόθεση για τον συνηθισμένο στα καινούρια δημοσιογραφικά: πρέπει να πατήσεις τον απότομο συμπλέκτη, να τον συγχρονίσεις με την παράξενη διαδρομή του γκαζιού και να μαζέψεις το δεξί σου γόνατο προς το τιμόνι, ώστε να επιλέξεις 1η και 2α στο κιβώτιο. Το μοτέρ αρπάζει από χαμηλά κι έχει πολύ καλή ελαστικότητα. Η οδηγική εμπειρία δε διαφέρει και τόσο πολύ από τα πιο σύγχρονα χειροκίνητα, με όλα τα αν βέβαια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το μεγάλο σοκ έρχεται όταν χρειαστεί να φρενάρεις. Σκαρφαλώνεις πάνω στο πεντάλ για να συμβούν απλώς τα αναγκαία: να κόψεις ας πούμε από τα 30 σε ένα ΣΤΟΠ, μη φανταστείτε τίποτα οριακά φρεναρίσματα στην πίστα. Όσο περισσότερο χρόνο περνάω μαζί του, τόσο περισσότερο θαυμάζω πατέρα και κόρη για την άμεση προσαρμογή τους σε κάτι τελείως διαφορετικό όπως το 500e.
Πού καταλήγουμε λοιπόν; Ποιο είναι το ιδανικό 500αράκι; Ένα ονειρικό γκαράζ θα περιελάμβανε αναντίρρητα και τα δύο. Το 500e για καθημερινή αστική χρήση και τον ευσεβέστατο παππού του για 2-3 βόλτες τον μήνα. Πάντα με λιακάδα και καλή διάθεση, χωρίς να σε απασχολεί κανενός είδους χρονοδιάγραμμα. Αλλά τι συζητάμε τώρα; Αφού τα κλειδιά του κλασικού είναι στην τσέπη της Γεωργίας και δεν έχει καμία διάθεση να τα αποχωριστεί…