Τα οχήματά μας #2

Συνέχεια από το Τα οχήματά μας #1:

Και κάπου εκεί συνέβησε το εξής: απολύθηκα από φαντάρος και καθώς βρέθηκα για πρώτη φορά με σοβαρό μισθό (μπηχτή για τις μέρες μου στο Autocar και στο Drive και τους μισθούς-χαρτζιλίκι), επανήλθε η παιδική υπόσχεση-δέσμευση: ‘το πρώτο δικό μου αυτοκίνητο θα είναι ξεσκέπαστο και πισωκίνητο‘. Δεν ήξερα ακόμα, παιδάκι τότε, ότι αυτή η κατηγορία οχημάτων ονομάζεται roadster. Εμπρός στο 2004 και μέχρι τότε είχα οδηγήσει ένα Miata Μκ2 1.8 κι ένα Toyota MR2 σε μια συγκριτική δοκιμή του Drive. Το ότι το πρώτο το είχα για λίγες ώρες κι ήμουν ψαρωμένος γιατί τα πίσω λάστιχα ήταν λιώμα, ενώ το δεύτερο το είχα μια βραδιά να το κάνω ό,τι θέλω, μαζί με το γεγονός ότι η κουλαμάρα μου στα πισωκίνητα δε μου επέτρεπε πολλές ελευθερίες, είχαν σαν αποτέλεσμα να γουστάρω περισσότερο το κεντρομήχανο Toyota. Γιατί αυτό; Μα γιατί όταν δεν έχεις εμπειρία από πλαγιολισθήσεις και φυλάγεσαι, τότε θα εκτιμήσεις περισσότερο την αμεσότητα στους χειρισμούς (όπου υπερέχει το MR2) και τις καλύτερες επιδόσεις (όπου πάλι υπερέχει). Αν βέβαια έχεις εμπειρία από πισωκίνητα, τότε καταλαβαίνεις ότι το Miata σού προσφέρει περισσότερα στο να κινείται με το πλάι, χάρη στο τέλειο ζύγισμά του και τη φιλικότητά του.

Αλλά έτσι κι αλλιώς, φράγκα για Miata 1.8 δεύτερης γενιάς ή MR2 τετραετίας δεν υπήρχαν. Οπότε, η μόνη λύση ήταν ένα Miata Mk1. Ευτυχώς… γιατί τότε μπορεί να μην το καταλάβαινα, αλλά το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν η καλύτερη εισαγωγή στον κόσμο της πίσω κίνησης.

Έχοντας ήδη φάει την κρυάδα με το 323 στα μεταχειρισμένα, οπλίστηκα με υπομονή κι άρχισα να ξεκοκαλίζω αγγελίες κι αυτοκίνητα. Καθώς καλοκαιριάζει το πιο φαντασμαγορικό καλοκαίρι της σύγχρονης Ιστορίας μας (των Ολυμπιακών Αγώνων ντε), οι τύποι ζήταγαν το λιγότερο 10 χιλιάρικα, ενώ το προσφερόμενο προϊόν δεν ήταν αντάξιο της τιμής. Είχε αρχίσει να σκάει κι ο τζίτζικας βλέπετε, οι τιμές των Miata παίρνουν τα πάνω τους αυτή την εποχή…
Ένα βραδάκι έξω από το Εν Πλω στη Βουλιαγμένη, συνάντησα τον έρωτα! Όχι, δεν αναφέρομαι στην Διευθύντρια Σύνταξης του CarTalk.gr, αυτό έγινε δύο χρόνια αργότερα, αλλά σε ένα μπλε Μκ1. Με το σκοτάδι να κρύβει τις αδυναμίες και να αναδεικνύει τα θετικά, έχασα τα λογικά μου: ζαντούλες κόσμημα, εσωτερικό και μοκέτες ντυμένες στο λευκό, χρωμιωμένο style bar, χαμηλωμένο με την εξατμισούλα του, ξελογιάστηκα! Ήξερα όμως ότι δεν ήταν για πώληση, αφού είχα γνώση καθενός Μκ1 που πουλιόταν τότε στην επικράτεια σε αγγελίες και το συγκεκριμένο δεν έφερε κάποιο πωλητήριο. Επί μήνα και βάλε, ξεψάχνιζα κάθε έκδοση της Χρυσής Ευκαιρίας κι ήξερα ότι το συγκεκριμένο δεν ήταν για πούλημα.
Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε κι ο ιδιοκτήτης, για καλή μου τύχη (σχήμα λόγου, αφού προσωπικά πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή).
-Συγγνώμη, μήπως το πουλάτε; (ξέροντας ότι θα λάβω αρνητική απάντηση)
-Εεεεεεε, ναι!!!!
-Πόσο; (εδώ αντιλαμβάνομαι ότι το πανηγύρι θα λάβει οριστικό τέλος, αφού έχοντας εμπειρία από τα αντίστοιχα των 10-10.5 Κ, ήξερα ότι δεν καθάριζα με κάτι λιγότερο από 11-11.5)
-Εεεεεεεεεεεε, 8.5 χιλιάρικα!!!
Περιττό να αναφέρω ότι την ακριβώς επόμενη μέρα επισκεφθήκαμε τον μηχανικό μου. Το φως της ημέρας αποκάλυψε ότι δεν ήταν όλα τόσο ρόδινα. Δεν υπήρχε επιφάνεια του αυτοκινήτου (φτερό, πόρτα, καπό) που να είναι απόλυτα ίσια, παντού θα υπήρχε κάποιο σημαδάκι. Τα 130 Κ χλμ. που έλεγε το κοντέρ έκρυβαν τουλάχιστον άλλα 40 Κ επιπλέον (κατά δήλωση του μηχανικού), ενώ το γεγονός ότι θα ήμουν ο πέμπτος (!) ιδιοκτήτης στα 13.5 χρόνια ζωής του συγκεκριμένου Miata ήταν ένα θέμα.
Γεγονός όμως παρέμενε ότι ήταν ατρακάριστο, φορτωμένο με πολλά έξτρα που μου άρεσαν (ενώ αν ήταν κάνα καγκούρικο, θα είχα γίνει Λούης), σε τιμή απλώς ασύλληπτη για το αυτοκίνητο που είχα μπροστά μου. Περαιτέρω παζάρεμα με απάλλαξε από το κόστος της μεταβίβασης, οπότε ήμαστε όλοι ευχαριστημένοι.

Κάπως έτσι, το καλοκαίρι του 2004 βρέθηκα με ένα χαριτωμένο γκαράζ. Ένα Rocky για τρέλες εκτός δρόμου (στο μεταξύ είχε αποκτήσει μη αφαιρούμενο hard top, λόγω πατέρα που μεγάλωνε, κι είχα ξενερώσει), μια τετρακίνητη rally replica 190 ίππων κι ένα Miata (εδώ υπόκλιση).
Ε λοιπόν, αυτό το αυτοκίνητο ήταν αποκάλυψη. Σε δύο μέρες μέσα είχα φτάσει στο σημείο να περιδιαβαίνω όλη τη Βουλιαγμένη με το πλάι, τόσο φιλικό και προοδευτικό ήταν, συνέβαλε βέβαια και το γνωστό οδόστρωμα σαπούνι του παραθαλάσσιου προαστίου (τότε, σήμερα έχει αγριέψει).
Στο ότι έβγαζε τρελά γούστα προσθέστε το γεγονός ότι ήταν το καινούριο μου αυτοκίνητο (αφού το είχα μόλις αποκτήσει, παρ΄ότι ήδη 13.5 ετών), ότι ήταν καλοκαιράκι (ξέρετε τι απαίσιες είναι οι ξεσκέπαστες βολτίτσες τα καλοκαιρινά βραδάκια) και θα καταλάβετε γιατί ξαναοδήγησα το 323 μόνο όταν χρειαζόμουν οπωσδήποτε περισσότερες από δύο θέσεις. Δηλαδή κάπου 2-3 φορές σε διάστημα κάμποσων μηνών.
Η απόφαση είχε ληφθεί: το 323 έπρεπε να πουληθεί. Όσοι αναγνώστες του Drive, ίσως θυμάστε μία αγγελία με φωτογραφία στις σελίδες του τεύχους Σεπτεμβρίου 2004. Κι όμως, παρά το ανελέητο κυνηγητό σε Drive, forums κι αγγελίες, δυσκολεύτηκα πολύ να το πουλήσω… κάτι τόσο σπάνιο δεν πουλάει σα ζεστό ψωμί, όπως κάνει το Miata για παράδειγμα. Χρειάστηκε να περιμένω τουλάχιστον τρεις μήνες για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος. Είναι από τις περιπτώσεις που δεν το θέλει κανείς, μέχρι που έρχεται κάποιος, ξετρελαίνεται και το αποκτά μέσα σε δύο μέρες. Έτσι κι έγινε…

Σπάνιο βίντεο όπου τα δύο μου οχήματα κοντράρονται από στάση. Εγώ οδηγώ το 323, αλλά δεν έχω ιδιαίτερο πλεονέκτημα βάρους έναντι του δικάβαλου Miata, γιατί πάντα είχα τα κιλάκια μου. Ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα του φίλου που οδηγεί το Miata…

Κι αφού θα μας χαιρετούσε το 323, τι φυσικότερο από το να μας χαιρετήσει και το Miata; Όχι για χάρη κάποιου άλλου αυτοκινήτου, αλλά για κάποιο αδερφάκι του, σίγουρα νεότερο, αλλά πάντα αντίστοιχα διασκεδαστικό. Το να βρεθώ με τόσα χρήματα στην τσέπη (από την πώληση του 323) ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να καταλήξει πουθενά αλλού από την αγορά άλλου αυτοκινήτου (άλλες ηλικίες, άλλες προτεραιότητες). Στο κάτω-κάτω, μπορεί το Μκ1 να ήταν ό,τι πιο διασκεδαστικό είχα οδηγήσει μέχρι τότε, αλλά παρέμενε 13.5 ετών, έπινε λάδι σαν τον Ορέστη Μακρή, έτριζε και κοπάναγε σε κάθε λακούβα, δεν είχε ABS και AC (τα οποία θεωρούσα από τότε υπεραπαραίτητα αξεσουάρ για κάθε αυτοκίνητο που κινείται στους ελληνικούς δρόμους). Οπότε πήρε κι αυτό πόδι, ευτυχώς πολύ πιο ξεκούραστα από το 323. Πωλήθηκε μάλιστα σε αλλοδαπό. (κανένα ρατσιστικό σχόλιο επί τούτου, απλώς το αναφέρω γιατί δεν έχω ξαναπετύχει σκληρά εργαζόμενο αλλοδαπό να αγοράζει roadster και μάλιστα το φθινόπωρο του 2004. Άξιος!).

Εν ολίγοις, η ονειρική χρονιά (αν κι αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν η ταφόπλακά μας) του 2004 έληξε με μία αγορά τον Ιούνιο (Miata Mk1), πώλησή του τρεις μήνες μετά και λίγες μέρες αργότερα, πώληση και του 323. Αν σας ακούγονται μπόλικα σε μια εποχή που κυνηγάμε τα καινούρια με το δίκανο, να σας ενημερώσω ότι από τον Οκτώβρη μέχρι να τελειώσει η χρονιά, αγοράσα άλλο ένα Miata, το πούλησα κι αγόρασα κι άλλο! Ναι, τρεις αγορές και τρεις πωλήσεις σε έξι μήνες. Εποχές των παχιών αγελάδων είπατε;

 

Συνεχίζεται…

Περισσότερα Άρθρα