Τα οχήματά μας #3
Συνέχεια από το Τα οχήματά μας #2:
Αφού πρέσβευα ότι το νέο μου απόκτημα έπρεπε να έχει ABS κι ΑC, όλοι φαντάζεστε τη συνέχεια. Το Miata που απέκτησα δεν είχε τίποτα από τα δύο… Αλλά ας τα δούμε πιο αναλυτικά:
Η αλήθεια είναι ότι από τον υπερστόλο βρέθηκα ξανά με το ταπεινό Rocky. Η Χρυσή Ευκαιρία έγινε πάλι ο πιστότερος φίλος μου κι η αναζήτηση ξεκίνησε για μια ακόμα φορά. Τα Μκ2.5 ήταν απλησίαστα για τα 14.5 χιλιάρικα που μου απέφεραν αθροιστικά οι δύο πωλήσεις, οπότε στράφηκα προς τα Μκ2 (και μάλιστα τα 1.6, αφού τα 1.8 ήταν ακριβότερα).
Από την παρουσίαση του Μκ2 το 1998 κι εκείνο το εξώφυλλο του Drive από την πρώτη οδήγηση επί ισπανικού εδάφους, είχα ερωτευτεί το χρυσαφί χρώμα. Μη με ρωτάτε γιατί και πώς, το θέμα είναι ότι αυτό το χρώμα μού είχε κάτσει τότε. Παραδέχομαι ότι παραμένει το πιο αρχοντικό και κλασάτο για Μκ2, αλλά πλέον θεωρώ ότι δεν αγοράζεις Miata για την αρχοντιά του, καλύτερα να ψάξεις καμιά παλιά Jaguar XJS ή ένα Rover 75 αν θέλεις πολυτέλεια και κλάση σε χρήματα ψίχουλα. Μπορείς βέβαια να βολευτείς και με κάποια έκδοση με μπεζ δερμάτινα, ξύλινο τιμόνι και λεβιέ… στα δικά μου μάτια πάντως, το Miata έχει πολύ πιο αλήτικη και παιχνιδιάρικη φύση, οπότε του ταιριάζουν άλλα χρώματα. (Μην ψαρώνετε, απλώς προσπαθώ να δικαιολογήσω το επόμενο Miata, που ήταν κατράμι: μαύρο με μαύρες ζάντες).
Όπως και να έχει, όταν εκείνο το απόγευμα του Νοέμβρη άκουσα την ηλικιωμένη γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο να με ενημερώνει για τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου χρυσαφιού Μκ2, ένιωσα σα να είχα πάλι το μαγικό ραβδάκι του Μίδα. Μετά την απίστευτη κωλοφαρδία (με το συμπάθειο) του 323 (τόσο σπάνιο μοντέλο να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση και μάλιστα σε λογικότατα χρήματα), μετά την εξ ουρανού ευκαιρία του Μκ1 (που παρά τις ατέλειές του, πουλήθηκε σε τιμή εφάμιλλη με της αγοράς, παρ΄ότι ήταν Οκτώβριος εν μέσω βροχών), ένιωθα ότι κάποιος με αγαπάει πολύ.
‘Αν και 4.5 ετών, έχει μόλις 32 χιλιάδες χιλιόμετρα, γιατί το χρησιμοποιώ μόνο τα καλοκαίρια στη Χίο, το χειμώνα είναι κουκουλωμένο στο γκαράζ’. Όταν το είδα από κοντά, κατάλαβα ότι η υπέργηρη κυρία μού έλεγε αλήθεια. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που είχε το ηλικιωμένο ζευγάρι στην κατοχή του (Mercedes λίμο και Pajero, αραγμένα δίπλα στο roadster) επέτρεπαν την περιστασιακή εποχιακή χρήση του Μίχου.
‘Δεν έχω ξαναδεί μεταχειρισμένο σε αντίστοιχη κατάσταση’, αναφώνησε ο μηχανικός μου. Ο σκόπελος των 1.000 ευρώ που χώριζαν την τιμή πώλησης από το κομπόδεμά μου (για μια ακόμα φορά, τρίτη στη σειρά, ξεβρακωνόμουν τελείως για να αγοράσω αυτοκίνητο) ξεπεράστηκαν μάλλον χάρη στην εμπορική δεινότητα (βλέπε παζάρι) του επί 35ετίας εμπόρου πατέρα μου, αλλά κι ενδεχομένως στην εμφανισιακή κι ηλικιακή ομοιότητα του γράφοντος με τα εγγόνια της κυρίας.
Κάπως έτσι βρέθηκα με ένα αυτοκίνητο που δεν είχε ABS, AC, μπλοκέ διαφορικό, δερμάτινα, αλλά ήταν σε κατάσταση που ντρεπόσουν να μπεις μέσα. Δεν είχε βάψει ούτε φτερό, δεν είχε κάνει μισό παντιλίκι, τα λάστιχά του ήταν τραγικά αμεταχείριστα (αλλά και ξεραμένα μετά από 4.5 χρόνια), οπότε δεν υπήρχε τίποτα φυσικότερο από το να το βαρεθώ αμέσως. 3-4 μέρες κράτησε ο αρχικός ενθουσιασμός για την ασύλληπτη κατάσταση του συγκεκριμένου Μκ2, την έλλειψη τριγμών και λοιπών ενοχλητικών. Η πώληση όμως του βραχυβιότερου αυτοκινήτου που είχα ποτέ στην κατοχή μου (μόλις 1 μήνας και 12 μέρες βάσει των αδειών) θα αποτελέσει θέμα μελλοντικής δημοσίευσης.
Εξαιτίας της πρωινής μου απασχόλησης, δεν ήτο δυνατή και πραγματοποιήσιμη η αγοραπωλησία τόσων αυτοκίνητων σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα κι αναφέρομαι στη διαδικαστικό θέμα μιας μεταβίβασης. Δεν υπήρχε ακόμα η ευκολία του ΚΕΠ. Έτσι, είχε επιστρατευθεί φίλος κάτοχος φοιτητικής ιδιότητος, ο οποίος αποβραδίς ερχόταν στην οικία μου, ζωνόταν το μάτσο με τα 20-100άρικα αλλά και την απαραίτητη εξουσιοδότηση για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης, κοιμόταν σε ραντζάκι σπίτι μου και το πρωί με την αυγούλα, ροβόλαγε τη δημοσιά (επ, αυτό είναι του Στρατή Μυριβήλη), έπαιρνε το δρόμο για την αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία (υπερεσία προφέρεται για όσους υπηρετούν ακόμα στα ελληνικά στρατά).
Το μεσημεράκι επέστρεφε σπίτι μου, περήφανος διεκπεραιωτής άλλης μιας λαμπρής αγοράς. Έχοντας λοιπόν παρακολουθήσει εκ των έσω την αγορά του Μκ2, είχε μείνει ενεός ένεκα της συγκλονιστικής ευρύτητας του πρωκτού μου (κωλοφαρδία) κι αλυτρωτικά ζηλόφθονα αισθήματα του κατάτρωγαν τα σωθικά. Το ίδιο μεσημέρι που έφερε το Μκ2 στο πατρικό μου, αναφώνησε τα ακόλουθα: ‘Ρε κερατά (χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε ο ίδιος, σε καμία περίπτωση δε βρίσκει ερίσματα στην πραγματικότητα), σου δίνω τώρα στο χέρι τα 14.5 χιλιάρικα που έδωσες, να μου το πουλήσεις’. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι τέτοιες δακρύβρεχτες προσεγγίσεις δε θα μπορούσαν να καρποφορήσουν και να επιφέρουν αίσιο αποτέλεσμα. Σιγά μην άφηνα το κελεπούρι, που με τόση τύχη είχα μόλις αποκτήσει.
Όταν όμως πέρασαν κάποιες μέρες και κατακάθισε ο αρχικός ενθουσιασμός, φάνηκε ότι το Μκ2 ήταν πολύ πίσω από το Μκ1. Το Μκ2 ήταν τελείως μαμά και στερείτο μπλοκέ διαφορικού, η δύναμή του δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο ενώ είχε κάμποσα κιλά παραπάνω από τον προκάτοχο, το τιμόνι του ήταν έτη φωτός πίσω από το ξυράφι του Μκ1 (γενικό σχόλιο: τα Μκ2 έχουν τη χειρότερη αίσθηση από όσα τιμόνια Miata έχω οδηγήσει, κάτι που επιβεβαίωσα κι από την οδήγηση άλλων Μκ2), τα επιπλέον κιλά σε σχέση με το προηγούμενο (μαζί με το ότι το Μκ1 ήταν χαμηλωμένο με σκληρότερες αναρτήσεις) είχαν σαν αποτέλεσμα να μην είναι τόσο άμεσο και ρυθμίσιμο… εν τέλει, τα δύο μοντέλα χώριζε χάσμα ανάλογο με το Φαράγγι της Σαμαριάς στον οδηγικό τομέα, ο οποίος παρέμενε εκείνες τις εποχές το σημαντικότερο κριτήριο για να αγαπήσω ένα αυτοκίνητο.
Οι καθημερινές κλήσεις του φίλου από την Καβάλα όπου σπούδαζε δεν ήταν αρκετές για να κάμψουν τη σθεναρή μου αντίσταση. Έπρεπε να περάσουν τρεις βδομάδες για να προχωρήσει σε μια άκρως ριζοσπαστική κι εκλυστική πρόταση: ‘Ρε κερατά (συνεχίζω να αγνοώ τα αίτια του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού, ειδικά από τη στιγμή που δεν είχα ακόμα γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα μου), σου δίνω ένα χιλιάρικο πάνω από τα 14.5 που πλήρωσες και θα περιμένω μέχρις ότου βρεις ένα 1.800άρι που να σε καλύπτει’. Οι σκηνές που ακολούθησαν παραπέμπουν περισσότερο στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο (26 Οκτωβρίου του 1912), παρά σε πώληση υλικού αντικειμένου. Ο ιστοριογράφος θα καταγράψει αλληλοασπασμούς, βουρκωμένους οφθαλμούς, κανονιοβολισμούς, τημητικά αγήματα, ειδικά προνόμια που έδωσε ο Σουλτάνος στους Φαναριώτες, εναγκαλισμούς, σπασμούς της ρινικής κοιλότητας, συχνοουρία, άλαλες κραυγές ‘Χριστός Ανέστη’, ‘Εάλω η Πόλις’, κωδωνοκρουσίες, συνθήματα σχετιζόμενα με τις διαστροφικές σεξουαλικές προτιμήσεις του Δία κι άλλα τρυφερά στιγμιότυπα.
Όπως καταλαβαίνετε (σταματήστε να γελάτε εκεί πίσω), μία ακόμα αγοραπωλησία ήταν απλώς θέμα ημερών…
Συνεχίζεται…