Τα οχήματά μας #7
Συνέχεια από το Τα οχήματά μας #6:
Πριν αρχίσει η τετραπλή Mazdoϊδιοκτησία (το 323 GTX και τα τρία Miata), είχα ενδιαφερθεί και για κάποια άλλα μοντέλα. Για να δούμε λοιπόν ένα παραλίγο. Είμαστε στο καλοκαίρι του 2001, εργάζομαι ακόμα στο Autocar και μες στην έξαψη της νιότης, ήθελα να έχω κάτι αξιόλογο για προσωπικό όχημα. Άλλωστε, δεν είχα ακόμα δικό μου αυτοκίνητο. Τις λίγες φορές που ξέμενα χωρίς δημοσιογραφικό μοντέλο, έπρεπε να οδηγώ το Rocky που δεν κάλυπτε πια τις οδηγικές ανησυχίες (όχι πως τα πολυκατάφερε ποτέ). Δύο σηκώματα στους εξωτερικούς τροχούς είχαν από καιρό αποκαλύψει ότι μάλλον δεν ήταν το κατάλληλο όχημα για να δοκιμάζω όλα αυτά που διάβαζα στα περιοδικά της εποχής μεγαλώνοντας (φανατικός αναγνώστης των 4Τροχών από την Ε’ Δημοτικού). Η κάθε προσπάθεια ξεζουμίσματος των 84 ίππων περισσότερο επηρέαζε την ταχύτητα αδειάσματος του ρεζερβουάρ παρά την ταχύτητα κίνησης του οχήματος. Εν τω μεταξύ, ενάμιση έτος εργασίας είχε γεμίσει τον κουμπαρά με κάποια χρηματάκια, γύρω στα 3.5 χιλιάρικα, άρχισε λοιπόν το ψάξιμο για κάτι πιο χαριτωμένο.
Τρελαμένος γείτονας είχε από καιρό ένα λευκό 205 GTi 1.9, το οποίο ζαχάρωνα τουλάχιστον μια δεκαετία και το οποίο προκαλούσε από τα μικράτα μου έντονη έκκριση σάλιου, σαν τα σκυλάκια του Pavlov ένα πράμα. Όταν λοιπόν αποφάσισε να το αποχωριστεί, δώσαμε τα χέρια. Το όλο σενάριο φάνταζε ιδανικό: ψαγμένος συντάκτης κρίνει αυστηρά τα νέα μοντέλα και στον ελεύθερό του χρόνο στρίβει με το καλύτερο hot hatch που κατασκευάστηκε ποτέ!
Η εφηβική παρόρμηση και τα διθυραμβικά σχόλια που διάβαζα σε περιοδικά δε στάθηκαν ικανά να αποκρύψουν την πάσα αλήθεια: στα πρώτα χιλιόμετρα οδήγησης, έγινε απόλυτα σαφές ότι το συγκεκριμένο μοντέλο δεν είχε ουδεμία σχέση με αυτά που διατυμπάνιζαν οι δοκιμαστές των περιοδικών. Το τιμόνι-ξυράφι που διάβαζα ήταν ένα μπάχαλο άπειρων στροφών από άκρη σε άκρη με τρελά μπόσικα, τα αμορτισέρ ήταν τελειωμένα από την προηγούμενη δεκαετία, τα ελαστικά ξεραμένα και κατάλληλα για πλαϊνά στο φουσκωτό που διατηρούσε ο γείτονας, αλλά όχι για το 205 του. Το μόνο που κατάφερα να επιβεβαιώσω στη σύντομη επαφή ήταν η δραματική lift-off oversteer (υπερστροφή όταν αφήνεις το γκάζι), ευτυχώς με λίγα χιλιόμετρα, αλλά κι η τραγική ποιότητα κατασκευής. Στο πρώτο σαμαράκι αποκολλήθηκε ο εσωτερικός καθρέπτης κι έπεσε στο πάτωμα, στο πρώτο κορνάρισμα ξερόβηξε υπεραιωνόβιος μπάσος που τα χρόνια δόξης του είχαν παρέλθει οριστικά, ενώ τα μεσαία φώτα θύμιζαν περισσότερο κατανυκτικό εσπερινό στον Άγιο Γεώργιο (μεγάλη η χάρη Του) Καβουρίου, με τα καντηλάκια να αχνοφέγγουν, παρά αυτοκίνητο του 20ου αιώνα. Όταν αργότερα μου αποκάλυψε ότι ήταν (κακή) μετατροπή από 1.000ράκι 205, τότε κατάλαβα το λόγο που ήταν τόσο χάλια…
Έτσι, στο 2001, τα περίπου 3.500 σημερινά ευρώ παρέμειναν στην τσέπη μου. Ένα test-drive με κάποιο Renault 19 1.8 16v δεν κατάφερε τίποτα στην προσπάθεια αποκόλλησής τους από τη συγκεκριμένη θέση… Θα έπρεπε να περιμένω κάνα εννιάμηνο ακόμα, να αυγατίσω λίγο τα χρήματά μου και να αγοράσω το τετρακίνητο 323.
Συνεχίζεται…