Στη Λιάκουρα (την κορυφή του Παρνασσού) με Suzuki Swift CVT
Η εκδρομή κανονίστηκε, μαζί με καλό φίλο θα διανυκτερεύαμε στο τελευταίο πλάτωμα πριν τη Λιάκουρα, την κορυφή του Παρνασσού. Με θερμοκρασία κάτω από τους 10 βαθμούς Κελσίου τη νύχτα, σίγουρα θα μας μακάριζαν όσοι απολάμβαναν την αττική θαλπωρή στο Λεκανοπέδιο. Αξημέρωτα θα παίρναμε πάλι τον ανήφορο, καμιά ώρα ανάβασης, για να καταλήξουμε στα 2.457 μέτρα και να απολαύσουμε τη μοναδική ανατολή. Με καλή ορατότητα, μπορείς να δεις από την Πελοπόννησο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και τη Χαλκιδική.\
Το Suzuki Jimny φάνταζε ως ο ιδανικός σύμμαχος. Χώροι αποκλειστικά για δύο, αφού οι αυστηρότεροι κανονισμοί ρύπων ανάγκασαν την ιαπωνική εταιρία να σταματήσει τη διάθεσή του στην Ευρώπη, μέχρι να έρθει η πεντάθυρη υβριδική έκδοση. Όμως, το παραθυράκι των επαγγελματικών οχημάτων, με τις χαλαρότερες προδιαγραφές ρύπων, μας ξανασύστησε το δημοφιλές κατσικάκι. Με δύο καθίσματα και πλέγμα πίσω τους βέβαια, αλλά δε θα βρείτε κανέναν να γκρινιάξει. Πάντα διθέσιο ήταν στην πράξη το Jimny, απλώς είχε δύο θέσεις ανάγκης για έκτακτη κοντινή μετακίνηση μικρόσωμων επιβατών.
Να ‘μαι λοιπόν στις φιλόξενες εγκαταστάσεις της Suzuki στην Αργυρούπολη για να παραλάβω το λατρεμένο μικρό. Όμως, αντ΄ αυτού, ένα αυτόματο Swift εμφανίστηκε μπροστά μου. Το δημοσιογραφικό Jimny τράκαρε πριν τρεις μέρες κι η πονόψυχη υπεύθυνη Τύπου, αντί να μου τηλεφωνήσει και να ακυρώσει την κράτηση, μου διέθεσε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Αν ήταν η τετρακίνητη ή η χειροκίνητη έκδοση, θα μπορούσα να το υποβάλω στις φημισμένες αυστηρές δοκιμές του CarTalk.gr. Τώρα όμως, που το συγκεκριμένο μοντέλο έχει ήδη δοκιμαστεί;
Ταξιδιωτικό άρθρο λοιπόν. Βουρ για την κορυφή του Παρνασσού, όπως είχαμε κανονίσει. Suzuki υπολογίζαμε, Suzuki έχουμε. Το μικρό αυτόματο θα κληθεί να μπει στα παπούτσια του ορεσίβιου αδερφού του και να μας φτάσει εκεί που είχαμε σχεδιάσει εξαρχής. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μας ανέβαζε όπου μπορούσε και θα συνεχίζαμε με τα πόδια. Spoiler: για καλό της ψυχολογίας μου, δε μερίμνησα να ελέγξω αν έχει ρεζέρβα. Ευτυχώς, γιατί αν είχα δει εξαρχής ότι στερείτο, δε θα τολμούσα να ανέβω στα 2.200+.
Το πρώτο χιλιόμετρο φέρνει θύμισες από την προ μηνών δοκιμή. Ο θόρυβος κύλισης στο τραχύ οδόστρωμα της λεωφόρου Βουλιαγμένης αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού: ελέγχω αριστερά-δεξιά τους καθρέπτες για να σιγουρευτώ ότι δεν τροχοδρομεί κάποιο Boeing δίπλα μου. Αν το αεροδρόμιο στο Ελληνικό ήταν ακόμα σε λειτουργία, θα αγχωνόμουν περισσότερο. Τώρα απλώς ενθυμούμαι το πιο έντονο μειονέκτημα του Swift από την πρότερη εβδομάδα της κοινής μας συμβίωσης: το βουητό από τους τροχούς. Θα τους ακούς και στον ύπνο σου, σημείωνα σε μια λεζάντα.
Χαράζουμε διαδρομή προς την Αμφίκλεια. Καθώς δεν υπάρχει πίεση χρόνου, επιλέγουμε την παλιά Εθνική της Ελευσίνας-Θήβας. Με χρονική ποινή ένα τέταρτο, γλιτώνεις τα διόδια, καμιά 20αριά χιλιόμετρα, ενώ κινείσαι με χαμηλότερη ταχύτητα άρα καταναλώνεις λιγότερο. Το κυριότερο: η διαδρομή είναι πιο περιπετειώδης μέχρι τη Θήβα, με ενδιαφέρουσα χάραξη και σημεία που μπορείς να δοκιμάσεις την οδική συμπεριφορά υπό πίεση. Το Swift έχει ανάλαφρο πάτημα, απόρροια του χαμηλού βάρους και της σφιχτορυθμισμένης (αλλά με θορυβώδη λειτουργία) ανάρτησης. Σε 3-4 σημεία επιχειρώ προσπέραση: δε χρειάζεται να κάνεις πολλά, απλώς βυθίζεις το πόδι στο πάτωμα, οι σαλ. καρφώνονται ψηλά κι εν μέσω βουητού από τον κινητήρα (κιβώτιο CVT γαρ), οι 92 ίπποι επιτελούν το έργο τους. Σίγουρα όχι σπορτίφ, ούτε σβέλτο, αλλά με λίγο καθαρό μυαλό, δεν κινδυνεύεις πουθενά.
Στις ευθείες που συνδέουν τη Θήβα με τη Λιβαδειά, το ACC καρφώνεται στα 90 χλμ/ώρα κι η κατανάλωση στα 4.4 λίτρα. Σχεδόν πετρέλαιο θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος, αν κι οι πιο μνήμονες ανάμεσά σας, θα θυμάστε ότι το Mokka 1.5 diesel είχε περιοριστεί στα 3.9 λίτρα από την Ελευσίνα μέχρι τις ανηφοριές του Μπράλου, ήτοι κάνα λίτρο παρακάτω από το Swift συνολικά, παρ’ ότι μιάμιση κατηγορία αμαξώματος πάνω και με σημαντικά περισσότερα κιλά.
Μετά την Αμφίκλεια, η ανηφόρα απορροφά τη ζέστη του κάμπου. Στις φουρκέτες κάτω από τη Μονή Δαδίου, χρησιμοποιώ για πρώτη φορά τα paddles πίσω από το τιμόνι. Δε χρειάζεται να μετακινήσω τον λεβιέ στο Manual. Μια σφαλιάρα στο αριστερό paddle βάζει το κιβώτιο σε χειροκίνητη λειτουργία κι αποκαλύπτει την πρώτη δυσλειτουργία: ζητάς κατέβασμα με την 3η να είναι γύρω στις 3.500 σαλ. αλλά ο εγκέφαλος (όχι ο δικός μου) δεν το επιτρέπει.
Οι κλίσεις είναι λογικές, τα ελαστικά μαγουλιάζουν στην άγρια άσφαλτο παρά το 55άρι προφίλ της ακριβότερης GLX έκδοσης και το Swift παρακαλά για λίγη περισσότερη ισχύ. Όταν την επομένη κατηφορίζαμε, παρατήρησα το εξής παράδοξο: με τόσο τραχύ οδόστρωμα, ακόμα και με μικρή ταχύτητα, 40-50 ας πούμε, ακούς τον θόρυβο κύλισης με ανοιχτά παράθυρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο μοντέλο που να συμβαίνει αυτό.
Πίσω στο ορεινό στροφιλίκι, το αυτόματο Swift δεν ξυπνά τον έφηβο μέσα σου, αλλά δεν το νιώθεις και παράταιρο. Οι ανηφορικές ευθείες οδηγούν στο Χιονοδρομικό και δεν μπορώ να μη θυμηθώ μια ιστορία από το συγχωρεμένο Autocar. Πρέπει να ήταν το 2001, όταν η εισαγωγική της Seat διέθεσε κάμποσα Ibiza 1.4 του Ενιαίου στα ελληνικά περιοδικά για το Rally Λαμίας. Εμείς στείλαμε τον Γιάννη Τσιγκρή (ίσως τον καλύτερο χερά των εγχώριων μέσων) με συνοδηγό τον Άρι Καζαμία. Ο Γιάννης δεν είχε ιδέα από το αυτοκίνητο, ούτε από τη διαδρομή, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για τον έχοντα ψυχρό αίμα κι άγνοια κινδύνου συντάκτη. Στο δεύτερο πέρασμα, γιατί κάθε Ειδική γινόταν δύο φορές, ο Καζαμίας πέταξε αγανακτισμένος τις σημειώσεις της διαδρομής στο πάτωμα, ώστε να μπορέσει επιτέλους να απολαύσει λίγο την οδήγηση του Τσιγκρή, αντί να διαβάζει συνεχώς ένα τετράδιο. Με τα λίγα αλόγατα του Ibiza (μόλις 9 παραπάνω από του Swift σε εργοστασιακή μορφή), το να είσαι ατρόμητος και να κρατάς το πόδι στο πάτωμα αψηφώντας τις στροφές και τα γκρέμια, αποδείχθηκε μεγάλο εφόδιο: χωρίς καθοδήγηση στο δεύτερο πέρασμα, παρά την άγνωστη διαδρομή, το Autocar έριξε 5’ στον δεύτερο ταχύτερο συνδυασμό, σε συνολικό χρόνο λίγο πάνω από την ώρα.
Βλέποντας το άγριο του οδοστρώματος και τις τυφλές στροφές, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το επίτευγμα του Γιάννη, αλλά επ’ ουδενί δεν προσπαθώ να το μιμηθώ με το Swift. Τα χέρια μου είναι 1-2 παλάμες κοντύτερα, άλλωστε δεν υπάρχει λόγος να ζαλίσω τον συνοδηγό: θα χρειαστεί κάμποσο απόθεμα καλής διάθεσης όταν θα αρχίσει το κοπάνημα εκτός δρόμου.
Και πράγματι, τα 4-5 χιλιόμετρα χώματος απαίτησαν σχεδόν 70’. Φτάνοντας στο πάνω πάρκινγκ του χιονοδρομικού στα Κελάρια, μπαίνουμε στον χωματόδρομο που ξεκινά στο αριστερό μας χέρι. Το πρώτο τρίτο της διαδρομής είναι βατό. Θέλει βέβαια προσοχή στις φυτεμένες πέτρες, αλλά κρατάς σχετικά υψηλή ταχύτητα. Κάποια στιγμή, φτάνεις σε ένα λιβάδι και μπροστά σου ξεδιπλώνονται δύο διαδρομές. Επιλέξαμε την αριστερή ανεβαίνοντας και την αντίθετη κατεβαίνοντας. Η πρώτη είναι πιο βατή στο μεγαλύτερο τμήμα της, αλλά έχει έντονες διακυμάνσεις στο τέλος της και το Swift ακούμπησε κάτω με την κοιλιά σε 2-3 περιπτώσεις. Αν έχετε ψηλό όχημα, επιλέξτε την αριστερή. Αν όχι, τη δεξιά.
Μόλις τελειώσει το λιβάδι, αρχίζει το σαθρό. Δεν τίθεται θέμα πρόσφυσης, πουθενά δε νιώσαμε ότι ένα πιο άγριο ελαστικό ή η τετρακίνηση του Swift 4X4 θα έκανε διαφορά. Αντιθέτως, θα ήταν πολύ βοηθητική η μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος. Σε πολλά σημεία, πρέπει να τσουλήσω πίσω για να ξαναδώ με προσοχή ποιες θα είναι οι γραμμές μου. Δεν τολμώ να μπω στις ροδιές που έχουν σχηματίσει τα αγροτικά των τσοπαναραίων, πρέπει να πηγαίνω ή τέρμα αριστερά ή τέρμα δεξιά, ώστε η κεντρική νησίδα βλάστησης και κοτρονιών να βρίσκεται κάτω από μια ρόδα μου κι όχι στο υπογάστριο του ιαπωνικού μοντέλου.
Λίγο πιο κάτω, το μονοπάτι στενεύει κι αναγκαστικά πρέπει να ακολουθήσω την πεπατημένη της μέσης οδού. Ο Αλέξανδρος θα αναλάβει δράση, θα κατέβει από το αμάξι και θα ρίχνει τις κοτρόνες στον γκρεμό. Ξεκίνησε ως κάτι παροδικό, αλλά πρέπει να διένυσε πάνω από χιλιόμετρο καθαρίζοντας το μονοπάτι. Ορίστε, αν είχα το Jimny, πώς θα είχαμε ευεργετήσει το κοινωνικό σύνολο; Αν κι αμφιβάλλω αν θα επιχειρήσει κανείς αντίστοιχο παράτολμο εγχείρημα με αυτοκίνητο πόλης ώστε να καρπωθεί τον κάματό μας.Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στο να σας πείσει ότι το Swift είναι το απόλυτο εκτός δρόμου αγρίμι. Άλλωστε, η Suzuki έχει όντως στην γκάμα της το πραγματικό κατσίκι, το φθηνότερο μοντέλο της αγοράς με κοντές σχέσεις. Απλώς επιβεβαιώνει αυτό που όλοι μας έχουμε διαπιστώσει: ότι με λίγη προσοχή και τους κατάλληλους χειρισμούς, με σφιγμένα χείλια κι ιδρωμένες παλάμες, βγαίνοντας έξω από το προσωπικό μας comfort zone κι ασφαλώς του αυτοκινήτου, με κάμποσες επαφές της κοιλιάς στις κροκάλες και τελικώς με μεγάλες δόσεις τύχης, μπορείς να κάνεις πράγματα που δεν είχε καν φανταστεί ο Ιάπωνας σχεδιαστής.
Με τούτα και με κείνα, βρισκόμαστε στο πλάτωμα που θα διανυκτερεύσουμε, έμπλεοι ενός αισθήματος ανακούφισης, αλλά κι ικανοποίησης. Όταν ένα εργαλείο κάνει κάτι παραπάνω από αυτό που σχεδιαστεί ή που περιμένεις, η χαρά που σου δίνει είναι διπλή. Κι ότι έγινε η δουλειά σου, αλλά και του κατορθώματος: ότι πέτυχες τα πολλά με τον ολίγιστο εξοπλισμό. Η ανατολή θα έρθει να ολοκληρώσει το σκηνικό: