Στη Βάργιανη (ένα κρυμμένο διαμάντι) με Opel Mokka πετρέλαιο
Μια σύγχρονη Σταχτοπούτα, η Βάργιανη στέκει λίγο παραπίσω από τη χιλιοπαινεμένη και πασίγνωστη Παύλιανη. Δε θα διαβάσετε για αυτήν σε ταξιδιωτικά άρθρα, δε συμπεριλαμβάνονται στους καταξιωμένους προορισμούς, αλλά η πραγματικότητα διαψεύδει τους ειδικούς.
Οι ντόπιοι έχουν εκδώσει ένα βιβλίο με την ιστορία του τόπου τους. Εκεί την αναφέρουν κατηγορηματικά Βάριανη (χωρίς –γ– δηλαδή) κι εικάζουν ότι ο τόπος πρωτοκατοικήθηκε στα χρόνια που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλώθηκε από τους Φράγκους και για τους κατοίκους της Στερεάς ξεκίνησε μια μακρά βασανιστική περίοδος δύο και πλέον αιώνων με διάφορους κατακτητές (μέχρι και Καταλανούς), πριν οριστικοποιηθεί η οθωμανική κυριαρχία.
Το χωριό έγινε γνωστό το 1977 από την τηλεοπτική σειρά «ο φωτογράφος του χωριού» (φανταστείτε το ως το Καφέ της Χαράς, αλλά μια γενιά πίσω), που παρουσιάζει το χωριό έρημο. Και πράγματι, ο τόπος είναι πολύ απόκρημνος και δύσκολος, οι ντόπιοι παράτησαν τη γη και στράφηκαν για εργασία στα μεταλλεία βωξίτη, πολλοί μετανάστευσαν στη γειτονική Γραβιά, το χωριό ερήμωσε. Οι Αθηναίοι λάτρεψαν τη σειρά, κατ’ επέκταση και τη Βάργιανη (θα μου επιτρέψετε να προσκολληθώ στην επίσημα καταγεγραμμένη ονομασία) κι έσπευσαν να αγοράσουν τις παρατημένες κατοικίες. Αποτέλεσμα; Τα ¾ από τα 80 σπίτια του χωριού ανήκουν σε ξενομερίτες, δηλαδή μη απόγονους παλιών χωριανών. Κι επειδή αυτοί είχαν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, μετέτρεψαν τα σπίτια σε πετρόκτιστα αριστουργήματα. Πολύ σπάνια θα επισκεφτείτε κάποιο χωριό που να είναι σχεδόν όλα του τα οικήματα τόσο περιποιημένα. Η Παύλιανη έχει το όνομα αλλά η Βάργιανη τη χάρη.
Το κλίμα είναι ιδανικό. Παλιά στέλνονταν εδώ φυματικοί για να γιατρευτούν. Στα 900+ μέτρα υψόμετρο, σήμερα διαβιούν έξι μόνιμοι κάτοικοι, ενώ παλιότερα δεν κατοικούσε κανείς. Εκεί που η υπόλοιπη ελληνική επαρχία ρημάζει, η Βάργιανη πληθύνεται. Κι όντως, είναι ιδανικός τόπος για να ξεφύγεις από τα άγχη της Αθήνας, να αδειάσει το κεφάλι σου από σκοτούρες, να απολαύσεις τον έναστρο ουρανό όπως μόνο μακριά από τα φώτα της πόλης μπορείς να κάνεις. Φωτορύπανση; Ηχορύπανση; Όχι εδώ.
Η Βάργιανη έχει όσα ακριβώς χρειάζεται: μια πανέμορφη πλατεία τίγκα στην πέτρα, ένα καφενείο και μια ταβέρνα και πολλούς χαμογελαστούς ανθρώπους. Οι οποίοι είναι εκεί επειδή το θέλουν, κατασταλαγμένοι, όχι απόκληροι που ξέμειναν. Το καλά κρυμμένο μυστικό του Δήμου Δελφών λοιπόν…
Για τη διαμονή μας στο πανέμορφο χωριό επιλέξαμε το Mountain Stone Villa, έναν πανέμορφο φροντισμένο χώρο, με δικό του χώρο στάθμευσης (ίσως το μοναδικό αρνητικό της Βάργιανης, η στενότητα του χώρου για τα τετράτροχα). Βρίσκεται ένα λεπτό από την πλατεία, όπου είναι όλη η ζωή του οικισμού! Η κατοικία αποτελεί από το 1900 το αρχοντικό του χωριού κι ανέκαθεν φιλοξενούσε κόσμο, ακόμα κι ο Ζολώτας έχει μείνει, λένε οι φήμες. Τώρα ανήκει στο ζεύγος Βαγγέλη Καλογιάννη-Τίνας Θεοδωρίτση, όπου με περίσσιο μεράκι την ανακαίνισαν πλήρως με ιδιαίτερη διακόσμηση, προσοχή στη λεπτομέρεια και το σημαντικότερο: κράτησαν εμφανή την πέτρα, εξωτερικά αλλά κι εσωτερικά.
Το Mountain Stone Villa διαθέτει τρεις υπέροχες κρεβατοκάμαρες στον κάτω χώρο με δύο μπάνια κι έξτρα μικρό καθιστικό. Πολύ ωραίος χώρος για παιδιά όλων των ηλικιών. Στον επάνω όροφο, μια τεράστια σαλονοτραπεζαρία με τζάκι, επιπλέον χώρο για επιτραπέζια παιχνίδια και την εκπληκτική σκεπή με την εμφανή ξυλεία, έργο τέχνης. Ακόμα μια σοφίτα για φιλοξενία και τουαλέτα για τις ανάγκες των καλεσμένων. Η κουζίνα είναι πλήρως εξοπλισμένη με μια καταπληκτική βεράντα με θέα την Οίτη, το βουνό του Ηρακλή και τα Βαρδούσια!
Για να φτάσουμε στη Βάργιανη, προτιμήσαμε το Opel Mokka στο πλέον ταξιδιάρικο καύσιμο: το πετρέλαιο φυσικά! Πανέμορφο και με σχεδιαστικές επιλογές που μαγνητίζουν τα βλέμματα (μαύρο καπό, ζάντες-κομψοτέχνημα, όμορφες γραμμές), το Mokka απευθύνεται σε όσους βάζουν την εμφάνιση πάνω από την ουσία. Οι χώροι του είναι από τα πιο αδύνατα σημεία του, αλλά για ένα σαββατοκύριακο μακριά από την Αθήνα, θα τα καταφέρουμε, τι στο καλό; Η πρώτη δοκιμή ήταν αν χωράνε να κουμπώσουν οι ζώνες isofix με τα παιδικά καθίσματα. Κι όμως, σε πολλά οικογενειακά (προφανώς κατ΄ ευφημισμό) μοντέλα ΔΕ γίνεται. Ευτυχώς στην περίπτωσή μας, έστω και με αρκετό ζόρι, οι ζώνες κούμπωναν.
Δευτέρο crash-test, o χώρος αποσκευών. Φοβισμένοι το υψόμετρο και τον άστατο καιρό του Μαΐου, πήραμε και χειμωνιάτικα μπουφάν μαζί μας, τα οποία έφραξαν τον περιορισμένο (και χωρίς ρεζέρβα) χώρο αποσκευών κι ανασήκωναν την εταζέρα, κόβοντας τη μισή ορατότητα από το ήδη στενό πίσω παρμπρίζ. Με πράγματα στα πόδια των νεαρότερων μελών της συντακτικής ομάδας (και μερικά ανάμεσά τους), ξεκινήσαμε όλο χαρά. Για τη μετάβασή μας στην περιοχή, προτιμήσαμε τον παλιό επαρχιακό δρόμο Ελευσίνας-Θήβας. Οι Χάρτες έκαναν λόγο για ασήμαντη χρονική επιβάρυνση (κάνα τέταρτο στο συνολικό τρίωρο), θα μπορούσα να αξιολογήσω το αυτοκίνητο σε επαρχιακούς δρόμους και θα απαλλασσόμαστε από τα διόδια. Κάπου στα μέσα της διαδρομής προς τη Θήβα, παρά τον μετρημένο ρυθμό μου, η Μυρτώ παραπονέθηκε για ζαλάδα, κάτι που δε συνηθίζει. Το ίδιο έκανε και το δεύτερο τη τάξει μέλος της συντακτικής ομάδας, επίσης σπάνιο. Όντως ο ημιάκαμπτος πίσω έχει ξερές αντιδράσεις και σαφώς προτιμώ τις ρυθμίσεις της ανάρτησης του Crossland (δοκιμάστηκε ακριβώς μία εβδομάδα πριν), αλλά δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων, ίσως και να μη σχετίζεται με την ανάρτηση του γερμανικού μοντέλου ή τη χάραξη της διαδρομής, απλώς να έτυχε.
Κατά τα άλλα, το ταξίδι κυλούσε αψεγάδιαστα. Το εσωτερικό του Mokka έχει γίνει σαφώς πιο premium από την προηγούμενη γενιά, η ποιότητα κύλισης έχει αναβαθμιστεί και γενικώς σου βγάζει μια ποιοτική αίσθηση. Το βαρύ τιμόνι σε γεμίζει σιγουριά (χωρίς να προσφέρει πραγματική αίσθηση), το κιβώτιο είναι απόλαυση στις απαλές αλλαγές (αλλά σε ξενερώνει αν προσπαθήσεις να επαληθεύσεις το σπορτίφ παρουσιαστικό του Mokka, γιατί σκαλώνει). Το μοτέρ έχει όση ροπή χρειάζεται για να προσπερνάς με ασφάλεια και με οικονομική αλλά όχι αργή οδήγηση, μέχρι να αρχίσουν τα ανηφόρια του Μπράλου, η μέση κατανάλωση στον πίνακα οργάνων έδειχνε 3.9!
Κάτω από τον καταιγισμό μοντέλων που προσφέρει ο Όμιλος Stellantis, το Mokka παλεύει να βρει την ταυτότητά του. Μετά από αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα μαζί του, νομίζω πως το έχω ψυχολογήσει. Απευθύνεται σε όσους αγοράζουν κυρίως με αισθητικά κι όχι χρηστικά κριτήρια. Οι χώροι δεν είναι καλοί, το μπες-βγες όχι τόσο απροβλημάτιστο όσο στα περισσότερα B-SUV, όλα γίνονται για το στιλ: δε θυμάμαι να έχω συναντήσει άλλο μοντέλο που το παράθυρο του οδηγού να μην εξαφανίζεται εξ ολοκλήρου μες στην πόρτα.
Απευθύνεται λοιπόν σε όσους αγοράζουν με την καρδιά κι όχι με το μυαλό, αυτοί θα κολακευτούν από την εικόνα της καμπίνας. Τα υλικά είναι αναβαθμισμένα, δύο ευμεγέθεις οθόνες μπροστά σου γεμίζουν το οπτικό σου πεδίο, η κεντρική κονσόλα είναι στραμμένη προς τον οδηγό και δίνει ένα σαφές οδηγοκεντρικό πρόσταγμα, άλλο αν στον δρόμο δεν επιβεβαιώνεται στον βαθμό που φαντάζεσαι από τα συμφραζόμενα. Στρίβει μεν με σιγουριά, αλλά μην περιμένετε πραγματικά σπορτίφ ταμπεραμέντο.
Πρώτη μας στάση το Πάρκο Φωκίδας – Vagonetto, ένα θεματικό πάρκο στο διάσελο Γκιώνας και Παρνασσού, στο 51ο χλμ. της εθνικής οδού Λαμίας-Άμφισσας, μέσα στο χώρο των εγκαταστάσεων της Elmin Bauxites S.A. Γνωριμία με τον βωξίτη και τη διαδικασία εξόρυξης, επίσκεψη στην Πτέρυγα Ψηφιακής Τεχνολογίας αλλά και επιτόπια ξενάγηση στις στοές, με κράνος στο κεφάλι και πολύ σκύψιμο (για όσους πίναμε το γάλα μας μικροί) στα βαγόνια που χρησιμοποιούνται για να μεταφερθούμε στον χώρο ξενάγησης. Προσοχή: η θερμοκρασία είναι σταθερή όλο τον χρόνο, αλλά έχει πολλή υγρασία. Μην αρκεστείτε σε ένα φούτερ, πάρτε χειμωνιάτικο παλτό. Συστήνεται ανεπιφύλακτα, μη σας πτοήσει το τσουχτερό κόμιστρο.
Επόμενη στάση στο Χάνι της Γραβιάς, εδώ που ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με 120 παλικάρια, αναχαίτισε την πορεία του Ομέρ Βρυώνη προς το Μοριά κι ανύψωσε το ηθικό των αγωνιστών μετά την ήττα στην Αλαμάνα και τον ανασκολοπισμό του Αθανάσιου Διάκου. Το Χάνι είναι εξαιρετικά φροντισμένο, η ξεναγός πραγματικό πυροβόλο κι όλα πολύ προσεγμένα. Πρέπει να γνωρίζετε ότι το πραγματικό Χάνι βρισκόταν λίγες δεκάδες μέτρα παράμερα κι έχει καταστραφεί ολοσχερώς, αφού η μανία του Βρυώνη το κατέστρεψε μετά το φιάσκο της νυχτερινής αναχώρησης των Ελλήνων αγωνιστών χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Το σημερινό κτίσμα αποτελεί αντίγραφο και προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Για τους λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού, αξίζει μια επίσκεψη στην Ιερά Μονή Παναγίας Παντάνασσας. 25’ πήγαινε-έλα από τη Γραβιά. Το καθολικό της Μονής είναι κτίσμα του 1512 μ.Χ., όπου φυλάσσονται τα ιερά λείψανα των πατέρων που σφαγιάσθηκαν από τις ορδές του Ομέρ Βρυώνη. Οι τρεις μοναχές ηλεκτροδοτούνται από πάνελ φωτοβολταϊκών. Ως σελίδα αυτοκινήτου, ευχόμαστε σύντομα να αποκτήσουν κι ηλεκτρικό αυτοκίνητο.
Αν εσείς είστε ήδη κάτοχος ενός τέτοιου, θα χρειαστεί να φορτίσετε σε υψηλό ποσοστό την μπαταρία σας στην Αταλάντη, αφού η Βάργιανη απέχει 94 χιλιόμετρα και μάλιστα με μπόλικα υψομετρικά. Δηλαδή θέλετε 190 χιλιόμετρα για το πήγαινε-έλα, συν τις βόλτες σας στην περιοχή, καλό είναι λοιπόν να είστε γεμάτοι. Αν κατευθυνθείτε νότια, τότε μπορείτε να φορτίσετε και στους Δελφούς, στον διάσημο (από τα βιντεάκια όπου η Τροχαία ξηλώνει πινακίδες από τα θερμικά μοντέλα που έχουν παρκάρει παράνομα) δωρεάν δημοτικό ταχυφορτιστή που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Αν παραμείνετε στα πέριξ, όπως εμείς, τότε δε θα διανύσετε και τόσα πολλά χιλιόμετρα.
Σε κάθε περίπτωση, εμείς δε χρειάστηκε να ασχοληθούμε με τέτοια ζητήματα. Με συνολική κατανάλωση 4.7 λίτρα/100 χλμ (κάτι που περιελάμβανε και τα μπόλικα υψομετρικά της Βάργιανης, αλλά και την επιστροφή από Κάστρο ως Αθήνα στον αυτοκινητόδρομο με 140-150 στο κοντέρ), το γεμάτο ντεπόζιτο επαρκεί για τα 550+ χιλιόμετρα της εκδρομής, τις αστικές μετακινήσεις της προηγούμενης, αλλά και της επόμενης εβδομάδας!
Αν το ρεζερβουάρ του Mokka αποδείχθηκε ολιγαρκές, δε συνέβη το ίδιο με το δικό μας ρεζερβουάρ. Την πλήρωσή του ανέλαβε το οικογενειακό οινομαγειρείο «η Ρεματιά». Στα 2’ με τα πόδια από το Χάνι, προσφέρει καταρχάς μια ανθρώπινη προσέγγιση από την πολύ ευγενική κυρία Μάγδα (όταν η μάσκα κρύβει το χαμόγελο, ακτινοβολούν τα μάτια), μεγάλες και πεντανόστιμες μερίδες (δοκιμάστε τον κοκκινιστό τράγο) και τοπικά ποτά (ευχάριστα έκπληξη η μπίρα χωρίς αλκοόλ από την Έζα της Αταλάντης και τα αναψυκτικά Αγνή από τον Ορχομενό. Οι μερίδες είναι μεγάλες, οι τιμές απολύτως λογικές, οι γεύσεις αποκαλύπτουν την τέχνη των παλιών μαγειρισσών.
Βάργιανη λοιπόν, ένα καλά κρυμμένο μυστικό, σε απόσταση αναπνοής από την Αθήνα. Προσφέρεται για τη χαλάρωση του Σαββατοκύριακου, συνδυάζεται με φυσιολατρικές εξορμήσεις (είτε βόλτα εντός του οικισμού, είτε στη Νεραϊδοσπηλιά για τους πιο θαρραλέους), με εκπαιδευτικά προγράμματα για τα παιδιά (Vagonetto), το Χάνι της Γραβιάς και το μοναστήρι. Καλά να περάσετε!