
4.302 χιλιόμετρα με MG ZS Max Hybrid+ στας Ευρώπας
Προοίμιο.
Κάτι το καινούριο αυτοκίνητο, κάτι οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων στον «θεό», κάτι η κρίση μέσης ηλικίας, «πέφτει» (ξανά) στο τραπέζι η (παλαιότερη) ιδέα για ένα RoadTrip. Το πλάνο έχει γίνει «φυσαρμόνικα» δύο μήνες πριν το Πάσχα: να λάβει χώρα το καλοκαίρι και να είναι δύο εβδομάδες, να γίνει το Πάσχα και να είναι μία; Οι απόψεις διίστανται, αλλά στο τέλος συγκλίνουν για την δεύτερη βδομάδα του Πάσχα.
Προϋπολογισμός: 4.400 χλμ, κόστος καυσίμου 360 €, συνολικά έξοδα περίπου 2.500 €
Απολογισμός: 4.302 χλμ, κόστος καυσίμου 414 €, πάρκινγκ 138 €, διόδια 116 €, φαγητό 676 €, διαμονή 875 €. (414 + 138 + 116 = 668 € (κέντρο κόστους «Μετακίνηση»)), κέντρο κόστους «Φαγητό» 676 €, κέντρο κόστους «Διαμονή» 875 €, σύνολο 2.219 € ή 277 € την ημέρα για μια τετραμελή οικογένεια.
Μείγμα πληρωμών: 300 € μετρητά (ναι κάποιοι δέχονταν μόνο μετρητά), 250 € Revolut (για πληρωμές σε τοπικό νόμισμα, αποφεύγεις έτσι τις χρεώσεις ισοτιμίας) και τα υπόλοιπα με πιστωτική.
- Σχεδιασμός.
Ξεκινά ο σχεδιασμός της διαδρομής, αποφεύγουμε την χώρα που κρατά ομήρους τους Έλληνες εποχούμενους στα σύνορά της και επιλέγουμε να βγούμε από την Ελλάδα, μέσω Βουλγαρίας, με πρώτο σταθμό την Νις. Θα μας πάρει μια ώρα οδήγησης παραπάνω από ότι αν περνούσαμε δυτικότερα, αλλά δε θα περιμένουμε καθόλου στα σύνορα καθώς η Βουλγαρία ανήκει στην Ζώνη Σένγκεν από την 1η Ιανουαρίου 2025.
Η πρώτη μέρα προϋποθέτει να διανυθεί μία απόσταση 589 χλμ, σε κάτι λιγότερο από 7 ώρες (6 ώρες και 42 λεπτά), με μέση ωριαία τα 88 χλμ/ώρα, όπως διατείνεται η Google.
Δύσκολο να φτάσεις στην Νις χωρίς ούτε μια στάση – το MG δεν θα χρειαστεί ανεφοδιασμό, αλλά έχω σταμπάρει ένα πρατήριο «ΕΚΟ» στη γείτονα χώρα και αν είναι στο δικό μου ρεύμα κυκλοφορίας, θα προσθέσω βενζίνη εκεί. Την βινιέτ, θα την εκδώσω πριν ξεκινήσω, διαρκεί οκτώ 24ωρα, από τις 12:00 το βράδυ της Δευτέρας, μέχρι τις 23:59 το βράδυ της Κυριακής…
Τη δεύτερη ημέρα, βάζουμε πλώρη για την Λιουμπιάνα. 767 χλμ, σε 7 ώρες και 22 λεπτά με 104 χλμ/ώρα, χωρίς στάσεις. Θα βγω πιασμένος σίγουρα…
Τρίτη ημέρα και ο προορισμός είναι το Μπέργκαμο. 459 χλμ, σε κάτι λιγότερο από 5 ώρες, με μ.ο. 95 χλμ/ώρα. Φαντάζει πιο εύκολο.
Τέταρτη ημέρα, λίμνες Κόμο, Μόνζα, Μιλάνο. Λίγα χιλιόμετρα, περίπου στα 200, πολύ μικρές ταχύτητες.
Πέμπτη ημέρα Μιλάνο ξανά. Ίσως με το MG, ίσως με τρένο. Θα δείξει.
Έκτη ημέρα, το Ζάγκρεμπ μάς περιμένει. 591 χλμ σε έξι ώρες κι ένα τέταρτο, με μ.ο. 95 χλμ/ώρα. Κάτι μου λέει πως θα είμαι ψόφιος….
Έβδομη ημέρα, Σόφια. 784 χλμ σε οκτώ ώρες και είκοσι λεπτά, με μ.ο. 95 χλμ/ώρα. Αν ήμουν ψόφιος χθες, σήμερα δεν θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου….
Όγδοη ημέρα, επιστροφή στα πάτρια εδάφη. 441 χλμ, σε πέντε ώρες, με μ.ο. 88 χλμ/ώρα. Ένα είναι σίγουρο: θα κοιμάμαι για μέρες….
Βάσει του σχεδιασμού, θα διανύσω τουλάχιστον 4.400 χλμ, με κόστος καυσίμων στα 360 €, εκτιμώμενη κατανάλωση στα 5 λτ/100χλμ και μέση τιμή βενζίνης στα 1.62 €/λτ.
Πραγματικότητα.
- Ελλάδα – Βουλγαρία.
Ξεκινώ γεμάτος ενέργεια, το πρωί της δεύτερης ημέρας του Πάσχα. Έχω φορτώσει το αυτοκίνητο από την προηγούμενη ημέρα – πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο, καθώς τα τελευταία 20 χρόνια, το έχω καταφέρει μόλις άλλη μία φορά.
Ο δρόμος μέχρι λίγο πριν την Θεσσαλονίκη είναι γνώριμος, από την στροφή προς τα σύνορα και μετά, όλα είναι καινούρια για εμένα. Στάση κάπου μετά τις Σέρρες, σε ένα πρατήριο – καφέ με άθλιες υποδομές που ζητά 1 € το κεφάλι για να επισκεφθείς τις -όχι και τόσο καθαρές- τουαλέτες του. Σχετικά γρήγορα, μετά από ανηφόρες και στροφές, φτάνω στα σύνορα. Περνάω εύκολα τη δική μας πλευρά και ψάχνω για βινιέτ. Εκδίδω μία εβδομαδιαία με κόστος 8 € -μετρητά παρακαλώ, μετά από σύντομη αναζήτηση (πρώτη απόκλιση από τα σχεδιασμένα). Ανεφοδιάζομαι με καύσιμα στο πρώτο πρατήριο που βρίσκω και ξεκινώ για την Νις. Πολλή κίνηση στον δρόμο, οι Χάρτες κάνουν λάθος και με στέλνουν σε κάτι χωράφια. Αρνούμαι κατηγορηματικά να κάνω “Camel Trophy” με το MG μου και χαράζω την δική μου παράκαμψη των 100 μέτρων. Η Google με οδηγεί μέσα από ένα χωριό και χάνω 20 λεπτά από την ζωή μου σε μια διασταύρωση που δεν παραχωρεί προτεραιότητα κανείς.
Η διαδρομή με οδηγεί σε μια κοιλάδα, σχεδόν όμοια με αυτή των Τεμπών, με ποτάμι δίπλα της και πολλά φαγάδικα. Γεμάτος ο δρόμος, γεμάτα και τα μαγαζιά. Δεν σταματώ πουθενά. Κάπου 40 χιλιόμετρα αργότερα, βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο. Το όριο ταχύτητας είναι στα 140 χλμ/ώρα. Κάπου έχει γίνει λάθος -μονολογώ- και σετάρω την μέγιστη ωριαία στα 120. Επέρχεται η κούραση κι η πείνα, σε όλους τους συνεπιβάτες μου και σταματώ σε πάρκινγκ. Άνετο το MG μου μεν, αλλά οι υπόλοιποι συνήθως φτάνουν χωρίς παράπονο, το πολύ μέχρι την Αθήνα (και με μια στάση ενδιάμεσα). Άθλιες συνθήκες, τα δικά μας είναι πολυτελείας, οι εικόνες είναι κακές κι οι οσμές χείριστες. Δεν περιγράφω άλλο….
- Βουλγαρία – Σερβία.
Μεγάλη ταλαιπωρία στα σύνορα με τη Σερβία, λίγοι οι ελεγκτές, πολλά τα οχήματα. Ταξιδεύω με τις παλιές ταυτότητες κι οι Σέρβοι βαριούνται όταν τις βλέπουν. Τις σκανάρουν μπρος – πίσω και γράφουν το ονοματεπώνυμο στον Η/Υ με ταχύτητα σαλιγκαριού. Δύσκολο να πληκτρολογήσεις με τα νύχια του γύπα, ακόμα και αν είσαι πιτσιρίκα – φαντάσου να διανύεις την τελευταία δεκαετία του εργασιακού σου βίου…
Ένας ταλαίπωρος με γερμανικές πινακίδες, ταξιδεύει μόνος του και τον έχουν ξετινάξει. Αποσκευές, ηλεκτρική σκούπα, καπό του άνοιξαν, μέχρι και τα πατάκια του τίναξαν. Σε εμένα βλέπουν τα παιδιά -οικογενειάρχης σου λένε, ο μπάρμπας- δε με ψάχνουν.
Νέα εβδομαδιαία βινιέτ με κόστος 16 € και ξεκινώ για τον τελικό προορισμό της ημέρας. Λαμβάνω κάρτα διοδίων στην είσοδο και πληρώνω στην έξοδο, (γιατί πλήρωσα και βινιέτ); Μήπως γιατί φαντάζονται πως θα φτάσω στην Ιταλία από παράδρομους και δεν θέλουν να χάσουν το έσοδο;
Χιλιάδες φορτηγά στον δρόμο, περισσότερα από όσα έχω δει ποτέ… ICA «και ξερό ψωμί», χαϊδεύεις το τιμόνι για να αποδείξεις ότι δεν κοιμάσαι και κάνει τα πάντα αυτό: στρίβει, φρενάρει, επιταχύνει!
Τα πάρκινγκ συνεχίζουν να είναι άθλια, σταματάμε για λίγο και φεύγουμε. Φτάνουμε στην Νις, περίεργα φανάρια, με πράσινο αλλά και κόκκινο ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση, απλά με μικρότερο φανό και δίπλα από το κεντρικό. Από τα κορναρίσματα αντιλαμβάνομαι πως μπορώ να το περάσω (ναι, αυτό το πρασινοκόκκινο συνονθύλευμα), εφόσον δεν έρχεται άλλος (από την αντίθετη κατεύθυνση) – μου θυμίζει το ταξίδι στο Στρασβούργο στο μακρινό 2010! Παρκάρουμε στο στεγασμένο πάρκινγκ και ο υπολογιστής ταξιδιού αναφέρει: 586 χλμ, σε 7 ώρες και 16 λεπτά, με μέση ωριαία στα 81 χλμ και κατανάλωση 5.5 λτ/100χλμ, λογικά ο χαμένος χρόνος των 30 λεπτών οφείλεται στα σύνορα.
Φαγητό δίπλα από το σπίτι σε μια Irish Pub, δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Η βόλτα στην πόλη, όσο άντεξαν τα πόδια μας, ήταν συμπαθητική. Ευχάριστη ατμόσφαιρα, φιλικός κόσμος, ιδαίτερα ασφαλής η πόλη, δεν έχει και πολλά να δεις, σε μερικές ώρες την έχεις ξετινάξει. Για «πάσα» καλή ήταν. Επιστροφή στο κατάλυμα, σοφίτα 7ου ορόφου με φεγγίτες, δίπλα στο ποτάμι, ξεκούραση, τέλος ημέρας.
- Σερβία, Κροατία, Σλοβενία.
Επόμενος σταθμός η Λιουμπλιάνα. Ξεκινάμε αμέσως μετά το πρωινό. Συμβουλή: με 8 € το άτομο τρώτε σούπερ πρωινό στο πεντάστερο «Ambassador». Μήπως κάπου εδώ, βγαίνει ο Μπλέτσας από μέσα μου; Οι άλλες επιλογές πιο πρόχειρες και στην ίδια τιμή επίσης. Θα είχα διανυκτερεύσει εκεί, αλλά ήθελαν 400 € για δύο δίκλινα, συν το πάρκινγκ. Το Booking μού προσέφερε δύο υπνοδωμάτια, καθιστικό, κουζίνα, μπάνιο και στεγασμένο πάρκινγκ με 72 €. Μειονέκτημα: ο ιδιοκτήτης ήθελε μόνο μετρητά…
Βγαίνουμε εύκολα στην «Εθνική». Λαμβάνω κάρτα διοδίων στην είσοδο και πληρώνω στην έξοδο. Απίστευτη κίνηση, χιλιάδες φορτηγά. Ο κόσμος είναι εκνευρισμένος κι οδηγεί άτσαλα. Κάτι μία καραμπόλα, κάτι η κίνηση σε συνδυασμό με έργα, μένουμε σημειωτόν για μιάμιση ώρα. Εφιάλτης τα σύνορα ανάμεσα στην Σερβία και την Κροατία, με 30 λεπτά καθυστέρηση, Κροατία προς Σλοβενία, χωρίς κανένα έλεγχο. Σ’ όλο τον χαμό, το ICA είναι ρυθμισμένο στα 30 χλμ/ώρα, ακολουθεί τον μπροστινό, φρενάρει μόνο του, ξεκινά μετά από πλήρη στάση με ένα απαλό άγγιγμα στο γκάζι και το σημαντικότερο, το MG μου δεν καίει τίποτα.
Φτάνουμε το βράδυ της Τρίτης και παρκάρω στο υπόγειο παρκινγκ ακριβώς δίπλα από το ξενοδοχείο. Είναι στο κέντρο της πόλης, ένα στενό πριν το ποτάμι. Καθαρό και συμμαζεμένο, δεν με δέχεται στο πάρκινγκ του (με κόστος 5 € το 24ωρο). Σκαρφαλώνω με τα πόδια στον δεύτερο όροφο, δύο δωμάτια, δύο μπάνια, 170 € την βραδιά, χωρίς ψυγείο. Στο παράπονό μου στην υποδοχή, η απάντηση ήταν: κανένα δωμάτιο δεν έχει ψυγείο, βάλτε τα πράγματα σας στο κοινόχρηστο που έχουμε στο lobby. (Θα φάτε μαύρο στην αξιολόγηση, σημείωσα μέσα μου – δε θα χαλάσω τις διακοπές μου για τους ανόητους). Μικρή βόλτα και φαγητό σε ένα υπόγειο ταβερνείο με συνταγές Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, εξαιρετικά κρέατα, καλές τιμές, τα αξιοθέατα αύριο.
Τετάρτη και στην Λιουμπλιάνα βρέχει. Αυτό δεν μας σταματά, ούτε και κανέναν άλλο. Βλέπουμε τα αξιοθέατα, η Λιουμπλιάνα είναι πανέμορφή -καμία σχέση με την Νις, την οποία χρησιμοποιήσαμε ως «πάσα». Φαγητό στο εμπορικό κομμάτι της πόλης, δεκάδες φωτογραφίες, περιήγηση με τα πόδια και σκοντάφτουμε πάνω σε ράλι αντοχής supercars. Porsche, Ferrari, Lamborghini, Alpine, Tuatara, περνάνε καμαρωτές από μπροστά μας. Δε θέλουμε να φύγουμε, αλλά πρέπει…
Επόμενη στάση Μπέργκαμο και συγκεκριμένα στην παλιά πόλη. Πάλι στην Εθνική, πάλι σύνορα, πάλι καθυστέρηση. Περνάμε τα σύνορα και συναντούμε χιλιάδες αυτοκίνητα, ακόμα περισσότερα φορτηγά και τους Ιταλούς να οδηγούν σα να βρίσκονται σε πίστα με συγκρουόμενα. Τέσσερις λωρίδες ανά κατεύθυνση, στις τρεις να υπάρχουν φορτηγά και στην τέρμα αριστερά, να στριμωχνόμαστε όλοι οι υπόλοιποι. Ξανά έργα, ξανά τρακαρίσματα κι η συνολική καθυστέρηση ξεπερνά τα 90 λεπτά. Λαμβάνω κάρτα διοδίων στην είσοδο και πληρώνω στην έξοδο. Το ICA με έχει σώσει, είτε όταν σέρνομαι με ταχύτητα χελώνας, είτε κινούμαι σβέλτα, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν, μέσα από το χάος, μετά από επτά και πλέον ώρες στο τιμόνι, βγαίνω ατσαλάκωτος.
Φτάνουμε στην παλιά πόλη και τα λάστιχά μου υποφέρουν από τις πέτρες που έχουν αντικαταστήσει την άσφαλτο. Το κατάλυμα έχει συμφωνία με πάρκινγκ ακριβώς δίπλα -ευκαιρία- μόνο 20 € την ημέρα αντί 3,3 € την ώρα και 2 χλμ πιο μακριά και αρκετά μέτρα χαμηλότερα σε υψόμετρο. Πληρώνω για το κατάλυμα, επιπλέον 6% δημοτικό φόρο και 2 € για να μπορώ να μπω στην πόλη χωρίς να φάω πρόστιμο (ZTL). Φαγητό στο εστιατόριο του συνεταιρισμού κάτω από τα αστέρια και τις κληματαριές, απίστευτη πίτσα με λεπτή ζύμη και μια τιραμισού που όμοιά της δεν έχω ξαναφάει. Συνομολογούμε πως κάθε πίτσα και κάθε τιραμισού στην πατρίδα, θα συγκρίνεται και θα ηττάται κατά κράτος μετά από αυτήν τη γευστική εμπειρία. Επιστροφή για ξεκούραση στο παλιό -αλλά πλήρως ανακατασκευασμένο αρχοντικό, αξιοθέατα αύριο, όσο το MG αναπαύεται δίπλα σε μια αντίκα Aston Martin, ίδιο χρώμα και μοντέλο με αυτή του Bond. Συμβουλή: αν επιλέξετε το Μπέργκαμο ως βάση σας, προτιμήστε την παλιά πόλη (Alta Cita), είναι κάτι ανάμεσα στην Ρόδο και την Βαλέτα.
Επόμενη ημέρα και πρωινό σε φούρνο που έχει προτείνει ο Δούσης. Ναι, η σύζυγος έχει καταναλώσει ό,τι ταξιδιωτική εκπομπή υπάρχει σχετικά με το ταξίδι κι έχει ορίσει τις κόκκινες γραμμές της. Καταπληκτική φοκάτσια, πωλείται με το κιλό, έχω δυο γαργαντούες δίπλα μου, οι οποίοι τρώνε σα να μην υπάρχει αύριο… Εξαιρετικές γεύσεις – ευτυχώς δεν μένουμε μόνιμα εδώ, θα θέλαμε γεφυροπλάστιγγα για να ζυγιστούμε!
- Κύριος προορισμός.
Κάθε ταξίδι έχει ένα προορισμό και ο δικός του ήταν διαφορετικός για κάθε μέλος. Άλλος ήθελε την Λίμνη Κόμμο (το Μπελάτζιο συγκεκριμένα), άλλος το Μιλάνο, άλλος το μουσείο της Ferrari. Για τον δικό μου σκοπό, θα επικαλεστώ την 5η τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος και θα παραμείνω σιωπηλός για να μην αυτοενοχοποιηθώ.
- Ξεκινάμε για το Μπελάτζιο, σε μία ημιαστική διαδρομή, διασχίζοντας φιδίσιους δρόμους από χωριό σε χωριό, με εκατοντάδες αυτοκίνητα, ημιφορτηγά, στενά δρομάκια γεμάτα στροφές, βράχια και μπαριέρες να εξέχουν. Φτάνουμε (κλασικά πλέον) με καθυστέρηση και ψάχνουμε για πάρκινγκ μαζί με εκατοντάδες άλλους οδηγούς. Καταλήγουμε σε ένα δημοτικό χώρο στάθμευσης, τον μόνο σε όλο το ταξίδι για τον οποίο δεν χρειάστηκε να πληρώσω. Περπάτημα ανάμεσα σε ορδές τουριστών – δεν έχουν άδικο οι ντόπιοι που δεν θέλουν να τους βλέπουν- φωτογραφίες, παγωτό (ασύλληπτης ποιότητας), φοκάτσια στο χέρι (υποδεέστερη του Μπεργκαμό). Και μετά από περίπου τρεις ώρες, πλώρη για την Μόντζα, στην πίστα της Ferrari. Την θέση του ICA ανέλαβε το ACC, καθώς το πρώτο στις χαμηλές ταχύτητες και τις στενές λουρίδες, δημιουργεί μεγαλύτερη πρόβλημα από αυτό που καλείται να λύσει.
- Κάμποσο αργότερα, μεταξύ ημιαστικών, αστικών δρόμων και αυτοκινητόδρομου, φτάνουμε στην πίστα. Δεν υπάρχει τίποτα να δεις εδώ, εκτός από ένα supercar (όχι Ferrari όμως) που καταβροχθίζει τα χιλιόμετρα μουγκρίζοντας. Προκύπτει θέμα, καθώς η απαίτηση για το μουσείο της Ferrari τείνει να μην ικανοποιηθεί, οπότε για να τηρηθούν τα υποσχεμένα, μπαίνει στον χάρτη το Μαρανέλο…
- Φεύγουμε για Μιλάνο. Παρκάρουμε σε υπόγειο πολυ-όροφο και στενότατο πάρκινγκ με ελάχιστη χρέωση τις δύο ώρες, από 4.5 € την ώρα βάσει απόφασης του δημοτικού συμβουλίου. Με πνίγει η αγανάκτηση, για τον «ερωτικά αυτοαπασχολούμενο» (sic χαρακτηρισμός) που σχεδίασε αυτήν την χάραξη. Δεξιά κι αριστερά του MG μου, μαυρίλες και φαγώματα στους τοίχους – περίτρανη απόδειξη πως λαμαρίνες έφυγαν τραυματισμένες για να δημιουργηθούν 2 – 3 θέσεις (ανά όροφο) παραπάνω….
Άπειρος κόσμος, όλες οι φυλές του Ισραήλ. Πέραν των αξιοθέατων, μία επίσκεψη στο Kiko Milano (υποθετικά το μόνο στον κόσμο το οποίο χαράσει προσωποποιημένο μήνυμα στα καλλυντικά σου), στοιχίζει πέραν των χρημάτων και 45 λεπτά της ώρας.
Έχει πάει σχεδόν 8, είμαστε κουρασμένοι, επιστροφή στην βάση μας. Ευτυχώς το MG μου ξέρει τον δρόμο και με το ICA να επιβλέπει, το ταξίδι γίνεται παιχνίδι. Φαγητό στον συνεταιρισμό, ριζότι, πάστα, κουνέλι, βραδινή βόλτα και ξεκούραση.
- Έχει φτάσει Πέμπτη και φεύγουμε για Μαρανέλο. Κλασικά, έχει πολλή κίνηση στην εθνική. Πριν το μουσείο της Ferrari, 4 -5 επιχειρήσεις, σου επιτρέπουν να κάνεις test drive Ferrari με 350 € την βόλτα. Δεν έχω δει περισσότερες μαζεμένες ποτέ, όλες σε κόκκινο χρώμα, άσχετα από το μοντέλο. Παρκάρω σε υπαίθριο δημοτικό πάρκινγκ, ακριβώς απέναντι από το μουσείο, με κόστος 0.5 € την ώρα. Στέκομαι στην ουρά και με προσπερνούν όσοι έχουν VIP εισιτήριο. Φτάνω στο γκισέ, 38 € ανά ενήλικα, τα παιδιά λιγότερο -σχεδόν το μισό. Χωρίς παρακάλια -λογικά μας άκουσαν να μιλάμε ξένη γλώσσα -με ρώτησαν από πού είμαι, τα εισιτήρια κόστισαν 45 € για εμένα και τους δυο γιούς. Οι κανόνες απλοί, δεν πατάς στο χαλί που περιχαρακώνει τα αυτοκίνητα και δεν τα αγγίζεις. Μας ελέγχουν τα εισιτήρια, αλλά δεν τα ακυρώνουν, τα έχουμε άθικτα ενθύμια.
Εκατοντάδες φωτογραφίες, από κάθε γωνία λήψης, προς τα ιερά τέρατα της αυτοκίνησης, με εμάς μπροστά ή δίπλα τους, ή σκέτα. Επιβλητικές μηχανές, εμβληματικά μοντέλα, μονοθέσια, κύπελλα, κράνη, κινητήρες. Η έξοδος του μουσείου μετατρέπεται σε είσοδο του καταστήματος, όπου καπέλα, κούπες, ρουχισμός, ημερολόγια, service manuals, τιμόνια, μπιέλες διατίθενται σε μια γκάμα τιμών από το προσιτό ως το δυσθεώρητο.
Όσο οι ενήλικες πραγματοποιούν αγορές, τα δυο παιδιά μου, περπατούν δίπλα και καταφέρνουν -με την άδεια της επιχείρησης- να καθίσουν μέσα σε μία από τις πολλές κατακόκκινες Ferrari. Μόνο διαβατήριο η δήλωση: «είμαι φανατικός της αυτοκίνησης και ήρθα από την Ελλάδα για να δω το μουσείο της Ferrari». Αφοπλιστικό επιχείρημα….
- Προορισμός ξανά το Μιλάνο. Στους Χάρτες έχω ορίσει το υπόγειο πάρκινγκ που βρίσκεται μια ανάσα από το Duomo. Ξαφνικό μπλόκο της τροχαίας, μας στέλνει να γράφουμε κύκλους. Τα κοντινότερα πάρκινγκ στο μπλόκο, άδεια, αλλά δεν δέχονται πελάτες. Μουλαρώνω και κατεβαίνω μέσα στον αρχικό μου στόχο, η μπάρα δεν ανεβαίνει ποτέ, ούτε για εμένα, ούτε για την Ιταλίδα που βρίσκεται μπροστά μου και διαβουλεύεται τις επιλογές της μέσω του θυροτηλέφωνου. Auto hold, όπισθεν και οι 360 κάμερες χαράσσουν τροχιά διαφυγής προς το οδόστρωμα. Κοιτώ μόνο το «Infotainment» και βγαίνω άνετος και στο λεπτό!
Φεύγουμε προς κάποιο πάρκινγκ λίγο μακρύτερα και παρκάρουμε. Στο Duomo, μουσικές, σημαίες κι ακόμα περισσότερος κόσμος από χθες. Υπάρχει κάποια εκδήλωση για τα 80 χρόνια από την ανεξαρτησία της Ιταλίας με κεντρικό μήνυμα: «Καιρός Ειρήνης και Ελευθερίας».
Αδύνατο να σταθείς, να φας, φεύγουμε με τα πόδια για την περιοχή Μπρέρα, τουριστική μεν, αλλά με λιγότερη συμφόρεση δε. Φαγητό πάστα, λεμοντσέλο κι επιστροφή στο εμπορικό κέντρο για αγορές, σχεδόν μέχρι το κλείσιμο. Έχει πάει 9 το βράδυ και μαγικά, σαν να πάτησε κάποιος ένα διακόπτη, έχει αδειάσει το Duomo κι οι γύρω δρόμοι από κόσμο. Ξαφνικά, νοιώθεις άβολα. Οι πρώην φιλόξενοι δρόμοι, πλέον είναι σκοτεινοί και χωρίς καθόλου κόσμο. Σε λίγο θα είμαστε ασφαλείς μέσα στο MG, θα βάλω μπροστά, θα ξεκινήσω κι οι πόρτες θα κλειδώσουν αυτόματα.
- Επιστροφή στο Μπέργκαμο, για φαγητό και ξεκούραση – αύριο ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής. Χρειάζομαι καύσιμα και όλα είναι κλειστά. Σε ένα self-service πρατήριο, παλεύω και καταφέρνω να βάλω, αφού πρώτα πήρε προέγκριση για φουλάρισμα 149 €… Τι έχω…; Νταλίκα; Το MG μου είναι οικονομικό!
- Προορισμός: Ελλάδα.
Πακετάρισμα αποσκευών (είναι πολλές πανάθεμα τις), πρωινό, φόρτωση του MG με τρόπο αριστοτεχνικό και εκκίνηση προς το Zagreb.
Είναι πλέον Σάββατο. Η τοπική κίνηση στα ίδια επίπεδα, αλλά στην Εθνική, κάτι έχει αλλάξει. Λιγότερα αυτοκίνητα προς το Μιλάνο κι ολοένα και λιγότερα όσο κατευθυνόμαστε προς τη Σλοβενία, από όπου θα περάσουμε χωρίς στάση για την Κροατία, διασχίζοντας τη Σερβία.
Όσο το MG καταπίνει τα χιλιόμετρα συνειδητοποιώ πως η επιλογή μου να ταξιδέψω τη δεύτερη εβδομάδα του Πάσχα, ήταν οικτρά λάθος. Ελάχιστα φορτηγά, σχεδόν κανένα Ι.Χ. και το MG μου μόνο του σε 3 /4 λωρίδες, στον δρόμο της επιστροφής. Τελικά, μοιραζόμαστε περισσότερα από όσα πιστεύουμε με τους γείτονές μας. Τα παιδιά απαιτούν μεγαλύτερη ταχύτητα επιστροφής, καθώς η γεωμετρία του αυτοκινητόδρομου, από τα σύνορα της Σλοβενίας προς τη Λιουμπλιάνα κι η πυκνή βλάστηση παραπέμπουν σε σκηνικό “Need for Speed”. Το MG μου ανεβαίνει ταχύτατα τις ανηφορικές στροφές, χωρίς κλίσεις κι οι τροχιές του ICA είναι αντίστοιχες με τις δικές μου, σε τέτοιο βαθμό, που ούτε εγώ μπορώ να διακρίνω ποιος οδηγεί!
- Ζάγκρεμπ. Κανένας έλεγχος στα σύνορα Ιταλίας – Σλοβενίας, όπως επίσης και στα επόμενα της Σλοβενίας με την Κροατία. Φτάνω στο Ζάγκρεμπ, παρκάρω πάνω στο πεζοδρόμιο (ναι, έχουν διαμορφώσει θέσεις πάνω του, με διαγράμμιση κι απ’ όλα), προσπαθώ να βγάλω εισιτήριο για το MG μου, αλλά το μηχάνημα δε λειτουργεί. Ξεφορτώνω, πάω στο κατάλυμα, ρωτώ για πάρκινγκ και σε μερικά μέτρα υπάρχει τεράστιο δημοτικό πάρκινγκ, υπόγειο, πολυόροφο, με πολύ μεγάλες θέσεις και τεράστιες ράμπες ανάμεσα στους ορόφους, όχι σαν τις «κουτσουλιές» των άλλων χωρών. Κόστος: 6.6 € για τις 24 ώρες, αρκεί να το δηλώσεις στο γκισέ, εντός 10 λεπτών από την είσοδο του οχήματος. Μια λύση με πλεονεκτήματα κι ένα σημαντικό μειονέκτημα: δεν μπορώ να βρω τον τρόπο να μπω. Τυλίγω μαλλί της γριάς γύρω από το παρκινγκ και βρίσκω πως ο μόνος τρόπος να μπω είναι να οδηγήσω για εκατό μέτρα πάνω στις γραμμές του τραμ και μετά να στρίψω αριστερά στην είσοδο του. Η έξοδος, αντίστοιχης μεθόδου. Το MG μου σε νέες περιπέτειες…
Βγαίνουμε για φαγητό πριν την προγραμματισμένη επίσκεψή μας στο κέντρο της πόλης. Σε άψογα Αγγλικά, τρώμε ανεπανάληπτες σούπες και ντόπιες συνταγές με κρέατα, όμως στην έξοδο από το εστιατόριο, ενεδρεύει ολοένα και δυνατότερη βροχή. Η βόλτα αναβάλλεται για την επόμενη ημέρα το πρωί….
Κυριακή πρωί, φορτώνουμε το MG και πάμε προς το κέντρο του Ζάγκρεμπ, σε άλλο υπόγειο παρκινγκ. Γενικότερα, αν δεν είσαι ντόπιος, δύσκολα θα γλυτώσεις την κλήση αν δεν παρκάρεις εκεί και όπως πρέπει.
Πρωινό στο χέρι, περιήγηση στα αξιοθέατα και επιστροφή στο MG με προορισμό την Σόφια.
Ανεφοδιασμός με 1.34 € και ξεχυνόμαστε. Η Κροατία αφήνει μια πικρή γεύση -αν εξαιρέσει κανείς το κατάλυμα και το εστιατόριο (όπου η φιλοξενία ήταν υποδειγματική), η υπόλοιπη διάδραση με τους πολίτες αυτής της χώρας, ήταν προβληματική.
- Προς Σόφια. Μόνοι μας στην εθνική, οδεύουμε προς τα σύνορα. Τεράστια η ουρά στα σύνορα Σλοβενίας – Σερβίας, πάνω από ώρα η καθυστέρηση. Έχει νυχτώσει πια κι η αναμονή μάς έχει κουράσει. Ένας πιτσιρικάς συνοριοφύλακας ελέγχει της ταυτότητες μας. Βλέπει πως είμαστε από την Ελλάδα, δηλώνει «Ερυθρός Αστέρας» και ξεκινά να τραγουδά στα Ελληνικά ένα «δευτερεύοντα» ύμνο του Ολυμπιακού. Μαθαίνω από τα παιδιά μου πως οι δύο ομάδες είναι «αδελφοποιημένες». Φεύγουμε πιο ανάλαφροι προς την Βουλγαρία, πολλά τα χιλιόμετρα, βράδυ, στον δρόμο σχεδόν κανείς.
Μια αστοχία στον ανεφοδιασμό κι η αυτονομία στο MG φαίνεται να επαρκεί μέχρι λίγο πριν από τη Σόφια. Ο δείκτης της βενζίνης φτάνει πριν την ρεζέρβα με 136 χλμ αυτονομία και δύο κατηργημένα βενζινάδικα αργότερα, έχω μπει στη ρεζέρβα με 85 χιλιόμετρα αυτονομίας… Περνούν ελάχιστα λεπτά κι η εκτιμώμενη αυτονομία, αντικαθίσταται με δύο παύλες….
Ώρα για δραστικά μέτρα, μείωση της ταχύτητας στα 80 χλμ/ώρα, όπου γνωρίζω πως η κατανάλωση είναι κάτω από τα 3.5 λτ/100 χλμ. Στον τελευταίο σταθμό διοδίων της Σερβίας, ρωτώ με αγωνία: «γκαζολίνα» κι η απάντηση ήταν σε 8 χλμ. Ρίχνω τον ρυθμό στα 60, ανεβαίνω την τελευταία μεγάλη ανηφόρα και ναι, 8 χλμ μετά, σε ένα μικρό κενό ανάμεσα στα φορτηγά που είχαν παρκάρει κατά εκατοντάδες στην Λ.Ε.Α. πριν τα σύνορα, βρίσκω δίοδο προς το βενζινάδικο. Βάζω βενζίνη για 200 χλμ (θέλω λιγότερα από 70 για τη Σόφια) και περνώ με σχετική ευκολία τον τελευταίο έλεγχο των Σέρβων και χωρίς έλεγχο από τους Βούλγαρους. Έκδοση νέας εβδομαδιαίας βινιέτ και βουρ για τη Σόφια.
Φτάνω με χίλια ζόρια στο ξενοδοχείο, η Google έχει κάνει πάλι το θαύμα της και μου ζητά να στρίψω από εκεί που απαγορεύεται. Ξεφορτώνω το MG και συνεννοούμαι να παρκάρω εντός του ξενοδοχείου, όσο οι άλλοι έχουν αναλάβει να παραγγείλουν κινέζικο – η κουζίνα του ξενοδοχείου στις 11:30 το βράδυ είναι κλειστή…
Τρομακτική η είσοδος του παρκινγκ, μόλις πέντε πόντοι από κάθε πλευρά απομένουν με ανεπτυγμένους τους καθρέπτες. Η πόρτα κλείνει ερμητικά πίσω από το MG μου και ξεκινά μια κατάβαση στο υπόγειο του ξενοδοχείου, μέσα σε ένα ασανσέρ αυτοκινήτων που δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Ο παρκαδόρος του ξενοδοχείου, λίγα χρόνια -μπορεί και μήνες- πριν από την σύνταξη, επιμένει πως εκεί μέσα οδηγεί μόνο το προσωπικό και το MG μου φλερτάρει με τους στενούς τοίχους σε ξένα χέρια. 40 μανούβρες αργότερα – είναι μεγάλο το άτιμο, το μαρτύριο του (MG) και το δικό μου τελειώνει. Στο λόμπι του ξενοδοχείου, κάθε προσπάθεια για ανεύρεση τροφής έχει αποτύχει και προστρέχουμε στις μπάρες, τους ξηρούς καρπούς και δύο μπανάνες που είχαμε πάρει για μια ώρα ανάγκης. Ηθικό δίδαγμα: των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, ξανατρώνε. Στο εξωτερικό, από κάποια ώρα και μετά, δεν κουνιέται φύλο…. (Ελλάδα και πάλι Ελλάδα, παραγγέλνεις σουβλάκι στις 3 τα ξημερώματα – οι φοιτητές ξέρουν!).
Είμαστε πια στην Δευτέρα. Πρωινό, φόρτωση του MG κι αναζήτηση παρκινγκ. Καθόλου εύκολο στο κέντρο της Σόφιας. Αφιλόξενοι δρόμοι, γεμάτοι γραμμές του τραμ, περίεργα φανάρια, παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα παντού, πεζοί που ορμάνε από το πουθενά, λιθόστρωτοι δρόμοι, κάτι σαν να πρωταγωνιστείς σε video-game επιβίωσης για αυτοκίνητα. Μία ώρα μετά και 500 μέτρα μακρύτερα!!! από το ξενοδοχείο, βρίσκω υπόγειο παρκινγκ με 3 € την ώρα, αφού πρώτα έχω γυρίσει το σύμπαν. Όλα τα άλλα, κάτι άθλιες αλάνες, σα νεκροταφεία αυτοκινήτων, άσε που θα έπρεπε να αφήσω και το κλειδί….
Ράμπες και θέσεις στα μεγέθη της Ιταλίας, το MG μου φλερτάρει και πάλι με τον όλεθρο. Οι 360 κάμερες συνεπικουρούν αφάνταστα. Νοητά μονολογώ πως πηγαίνοντας στην δουλειά την Τρίτη με το χειροκίνητο Yaris του 2009, το πολιτισμικό σοκ θα είναι μεγάλο….
Μεγάλες αντιθέσεις στις εικόνες, λαμπερά αυτοκίνητα, επιβλητικά δημόσια κτίρια αλλά και φτώχεια. Αν κοιτάξεις προσεκτικά, υπάρχουν κατάλοιπα του παρελθόντος και μεγάλη ψαλίδα ανάμεσα στους βολεμένους και τους άλλους. Μετά την βόλτα, φαγητό και επιστροφή στο παρκινγκ, τελικός στόχος, ο επαναπατρισμός.
Στον δρόμο προς την πατρίδα. Γεμίζω στο πρώτο βενζινάδικο που βρίσκω. 1.2 €/λιτ. θα ξαναβάλω πριν βγω από την Βουλγαρία, η διαφορά στην τιμή είναι χαοτική.
Άδειοι δρόμοι, όριο στην Εθνική τα 140. Χωρίς να βιάζομαι, περνώ τα «Τέμπη της Βουλγαρίας» -έτσι ονόμασα αυθαίρετα την Κρέσνα. Λίγο πριν τα σύνορα, φουλάρω ξανά με 1.2 € και βρίσκω τις πρώτες πινακίδες με ελληνικούς χαρακτήρες. Στα πρώτα βήματα του MG (επί του πάτριου εδάφους), μετωπικά διόδια -θα φράξουν τον δρόμο μας -αναμένονται πολλά ακόμα, αλλά το O.B.U. θα τα ξεκλειδώσει. Δεν με ενοχλούν πια, μια περίεργη αγαλλίαση έχει κατακλύσει τους επιβάτες του MG – το μόνο που θέλουν είναι να φτάσουν σπίτι και να ξεκουραστούν.
Ανόητα όρια ταχύτητας, διάτρητοι δρόμοι, ανάποδες κλίσεις και χαμηλή βλάστηση συνθέτουν το γνώριμο σκηνικό του εγχώριου οδοιπορικού και ένας ανόητος με παλιό KIA Sportage, με προσπερνά με 200 (πάει με τόσα αυτό το πράγμα;) και μου θυμίζει τις αυτοκινηστικές καγκουριές των Ιταλών. «Μία φάτσα, μία ράτσα».
Πριν φτάσω στο σπίτι, τελευταία στάση για ανεφοδιασμό, με σκοπό να κάνω μια πιο σωστή εκκαθάριση.
- Συμπεράσματα.
(α) Το MG μου διάνυσε 4.302 χλμ σε 57 ώρες και 10 λεπτά, με μέση ωριαία ταχύτητα τα 75 χλμ/ώρα και μέση κατανάλωση τα 6.2 λιτ/100 χλμ. Η προϋπολογισμένη μέση ωριαία ήταν στα 82 χλμ/ώρα, προφανώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την καθυστέρηση στα σύνορα, τα έργα και τα τρακαρίσματα.
(β) Στα μποτιλιαρίσματα, αλλά και γενικότερα η κατανάλωση ήταν εξαιρετικά μικρή, αν αναλογιστεί κανείς ότι κουβαλούσε τέσσερα άτομα, 10 αποσκευές, το κλιματιστικό ήταν στους 22 βαθμούς κελσίου κι ο ανεμιστήρας στα 4/8.
(γ) Καύσιμα για όλο το ταξίδι (4.302 χλμ): 414 €, μέση πραγματική κατανάλωση 6,4λτ/100 (βάσει της εφαρμογής Fuellio) , μέση τιμή καυσίμου 1,48 €/λτ, (έναντι του προϋπολογισμένου 1,62 €/λτ), 9 λεπτά του ευρώ κόστος ανά χιλιόμετρο.
Αν έπαιρνα το αεροπλάνο, ήθελα 360 € ο ένας (360 Χ 4 = 1.440 €) συν όλα τα άλλα και θα βλέπαμε μόνο την Ιταλία.
(δ) τα ηλεκτρονικά βοηθήματα του MG με κυριότερο το ICA, με βοήθησαν να διανύσω όλη αυτή την απόσταση, χωρίς κόπο – κάποιες διαδρομές πάνω από 700 χλμ, καλύφθηκαν από ένα οδηγό, αυθημερόν.
(ε) το MG είναι ένα σύγχρονο κι αξιόπιστο αυτοκίνητο, με τεχνολογία, χώρους και ανέσεις. Αγόγγυστα κι αθόρυβα δοκιμάστηκε σε αντίξοες συνθήκες, σε μποτιλιάρισμα με 28 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά, συνεχή οδήγηση για ώρες, με μόνη στάση για ανεφοδιασμό, σε ταχύτητες 130 – 140+ χλμ/ώρα.
(στ) στις στιγμές που με «έβγαζε» κουρασμένο, έτερος οδηγός, λιγότερο εξοικειωμένος με το ICA, αναλάμβανε για κανένα μισάωρο, παραπονούμενος για την αίσθηση που αφήνει – ναι, ξενίζει να κρατά τις τύχες μιας οικογένειας κάτι που δεν έχεις μάθει να εμπιστεύεσαι.
(ζ) το ταξίδι αυτό, έτσι ακριβώς όπως ολοκληρώθηκε, παρείχε διαφορετικά συμπεράσματα για τον καθένα από εμάς. Για το μεγάλο παιδί, κατηγοριοποιήθηκαν οι χώρες με βάση τον πλούτο και την ομορφιά που είχαν οι γυναίκες. Σλοβενία, Ιταλία και Κροατία, έχουν φωλιάσει στο μυαλό του, δημιουργώντας ένα νέο τόπο κυνηγιού.
Για το μικρό παιδί, η χάραξη των δρόμων, η κίνηση ή η απουσία αυτής και τα supercars (car spotting) είναι must. Το ράλι των supercars από Ντουμπρόβνικ προς Βενετία, που πετύχαμε τυχαία σε κεντρικό δρόμο της Λιουμπλιάνας, μας στοίχισε μία ώρα, αλλά μας γέμισε χαμόγελα.
Για τη σύζυγο, η εμμονή με τα νησιά του Αιγαίου, όπου τα ακτοπλοϊκά για τα Δωδεκάνησα στοιχίζουν παραπάνω από το ότι το πήγαινε – έλα αυτού του ταξιδιού, έχει καμφθεί. Οι φήμες λένε πως το επόμενο ταξίδι του MG μου θα είναι στην Λίμνη Κερκίνη, το καλοκαίρι θα βρέξει τα λάστιχα του στους Άγιους Σαράντα και αργότερα αχνοφαίνεται η Τσεχία ή η Ρουμανία…